ΤΣΗ ΚΟΝΤΟΛΕΝΙΑΣ
Τση Κοντολενιάς ...κι αμοναχός μου πόμεινα σαν το δεντρό στο δέτη... Γέρος τρεις χρόνους γούζεται, έρμος ξεταιριασμένος του Θιού παραπονούμενος, του χάρου μανισμένος, σκυφτός ομπρός στην παραστιά τον άθο ‘νεχουμίζει τσοι περαζόμενους καιρούς με πίκρα ντουχιουντίζει, πως ήτονε, πως πόδωκε κι ίντα λογιώ να διάξει, τσ΄ αμοναξάς το σεντεμέ πώς να τονε βαστάξει. Κλειδώθηκε στο σπίτι ντου, αθρώπου δεν σιμώνει μήδε ‘ποβεγγερίσματα στσι γειτονιές ζυγώνει, κρασί δεν θέλει να γευτεί, ρακί δεν του μυρίζει κι ό,τι φαΐ ερέγουντο εδά του ανοστίζει. Ολημερίς τα χείλη ντου είναι ποσφακωμένα και τρέχουνε τα μάθια ντου δάκρυα πυρωμένα. *** Στενάζει κι ανεστουλουχά, ο νους του μυρμιδιάζει στον τοίχο τη κορνίζα ντως θωρεί κι αναστενάζει, απού ‘ναι αυτός στη μια μερά, αρχοντοκαθισμένος με τα καλά στιβάνια ντου ‘μορφοκαλικωμένος και δίπλα ντου η Κοντολενιά, ορθή ‘ποκαμαρώνει, φορεί χρυσούς αμπροκαμούς και μεταξένια ζώνη. *** ...