Η ΛΟΥΧΟΥΝΑ
Ηράκλειο
31/7/25
Η λουχούνα
Σε κλίνη δαντελόστρωτη και πλουμοδεξιμάτη
κείτεται κόρη όμορφη καρναδομαγουλάτη.
Στα κουρασμένα μάθια τζη χαμόγελο ανατέλει
γιατ’ ίδια ‘δα εγέννησε το πρώτο τζη κοπέλι.
Μήνες εννιά βλεπούντανε μη σκύψει, μη σηκώσει,
μη βαροστεναχωρεθεί, σε ξόδι μη σιμώσει,
να χώνει τα βλαψίδια τζη, να μη βαρυγκωμίζει,
τσι Κυριακές να μην κεντά, τσι νύχτες μη πορίζει,
λαγού μεζέ να μη γευτεί, χοχλιό να μη λιγώνει,
να πίνει κόκκινο κρασί κάθε που ξημερώνει.
Εφόριε λιόκουρνο σταυρό που καλογρά ‘χε σάσει,
κακό αμάτι μην τη δει, φταρμός να μην την πιάσει
και στ’ απομεσοφόρι τζη ραμμένο ‘χε κορδόνι
μ’ ασημοκόκκινη κλωστή ‘πο την Αγία Ζώνη.
Με προσευχή, με υπομονή πέρασε τη φουρτούνα
και με του Θιού τη δύναμη εδά ‘ναι μπλιό λουχούνα.
Η φασκιά του κυρού μου, γεννημένος το 1940
***
Σταυροκοπιέται ως θωρεί τη γρα-μαμή ‘δρωμένη
το γιο τζη με χαμόγελο να ‘μορφοκαταστένει,
με ζόρε ΄νεσηκώνεται, τσοι πόνους καταπίνει
και με τρεμάμενη φωνή παραγγελιές τση δίνει:
«Χίλιοι να είν’ οι χρόνοι σου και λίγοι να ‘ναι πάλι
που μου ‘δωκες κερά-μαμή έτσα χαρά μεγάλη
κι άμε να πεις του άντρα μου τση γέννας το μαντάτο,
να δώσει σου χρυσό φλουρί αγιοκωνσταντινάτο,
πως ήκαμα στου φεγγαριού τη γέμωση με κόπο
άντρα πετσοκαταλυτή, ξαθέρι των αθρώπω.
Πιάσε κι από το πέριαυλο φέρε ‘να βόλο χιόνι
του υγιού μου κούμπισέ τονε στ’ οζά να μη μαργώνει,
και πριν του λούσεις τα μαλλιά, πριν να τονε μπανιάρεις
‘πο τ’ όμορφό ντου πρόσωπο τη τσίπα να του πάρεις,
να πέψω τη του κουγιουμτζή να μου τηνε χρυσώσει
να τηνε κάμω φυλαχτό κακό μη του σιμώσει.
Πάρε και τη καλή φασκιά την καινουργιοφαμένη
που τρεις φορές καλόγερος την έχει διαβασμένη
και σφιχτοτύλιξέ τονε, τα μέλη μη κουνιούνε
τα κόκκαλά του ‘πό ΄ξαρχής καλά να στεριωθούνε
κι απόκειας φέρε μου τονε να τον πρωτομυρίσω
κανακιστά, συργουλευτά να του πρωτομιλήσω,
δυο-τρία δάκρυα χαράς στα χείλη του να στάξω,
ν’ ανοίξω και τον κόρφο μου, να τον πρωτοβυζάξω.
Μα τσι χυλόφτες, απου ψες επρόκαμα να σάσω,
να πρωτοφέρεις μπέλιτα γάλα και κατεβάσω
γή γαλατσίδες μια πιαθιά, άβραστες να κενώσεις
να τσι λατσίσεις μια ολιά, καλά να τσι λαδώσεις,
πιάσε και τη γαλόπετρα στο μπέτη να τη βάλω
που πριν ποθάνει μου ‘φηκε η μάνα μου ρεγάλο
και φώνιαξε τσ’ αμπλάδες μου το φούρνο να πυρώσουν,
τεψά να σογεμίσουνε, τάβλες να καλοστρώσουν,
να κάτσει η δικολογιά, τσι κούπες να σηκώσει,
τ’ αντρούς μου και του κοπελιού σπολλατισμούς να δώσει.
Γερά-γερά κερά-μαμή.
Νίκος Λουκαδάκης
(Δαφνιανός)
niloukadakis@yahoo.gr

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου