Η ΣΦΑΚΙΑΝΗ
10/1/20
Η ΣΦΑΚΙΑΝΗ
Ελάτε
έπαε στην παραστιά κοντά μου κακορίζικα να ζεσταθείτε γιατί ο χιονιάς όξω
αγριεύει. Κάτσετε εδά ήσυχα να σασε ψήσω δύο τρία κάστανα και να σας πω για την
γιαγιά σας τη Σφακιανή.
Ήτονε, που λέτε η γιαγιά σας
από το Ασκίφου, ένα χωριό στα Σφακιά και ο πατέρας της επειδή είχε γίνει έκεια
ένα φονικό, την έπεψε μαζί με την αδερφή της έπαε στο χωριό σε ενούς κουμπάρου
του, για να τις προστατέψει. Ο παππούς σας, ο Γιάννης, είχενε πρώτα παντρευτεί
μια άλλη γυναίκα που την έλεγαν Χρυσή, μα επόθανε η κακόμοιρα πάνω στην γεννά
κι έτσα επόμεινε, είκοσι χρονώ παλικαράκι, χήρος
με ένα μωρό κοπέλι.
Απελπισμένος, γύρευε μια
γυναίκα να τονε δεχτεί και να του μεγαλώσει το κοπέλι του. Η γιαγιά σας ήτονε
λεβέντισσα, όμορφη, ξανθιά και ο παππούς σας την είχε δει, τού ‘ρεσε κι ήπεψε προξενητές. Η Σφακιανή
δέχτηκε, παντρεύτηκαν κι εκάμανε άλλα έξε κοπέλια, τελευταίο κάμανε εμένα. Το ορφανό, η γιαγιά σας το μεγάλωσε σαν
δικό της κοπέλι.
Για την
γιαγιά σας, η οικογένεια ήταν πάνω
από όλα. Ήταν ηθική, τίμια και ατρόμητη . Ο Κύρης μου ήταν η κεφαλή, αλλά η
μάνα μου ήταν η ψυχή της οικογένειας
. Η γιαγιά σας δεν ξέχασε ποτέ την Σφακιανή ανατροφή της. Θυμούμαι μια φορά
έγινε ένα φονικό και σκότωσαν ένα συγγενή του πατέρα μου. Όταν πήγαμε στο σπίτι
του νεκρού η μάνα μου αφού προσκύνησε, σιμώνει στον αδερφό του και του λέει: « ίντα
μωρέ κάθεσαι και δεν πας να πάρεις το αίμα του αδερφού σου οπίσω». Τότε
ήρθε ένας χωροφύλακας που βρισκόταν εκεί και της είπε: «Θεία άμε στο σπίτι σου και μην
λες τέτοια γιατί έπαε δεν είναι Σφακιά μόνο ‘ναι Μαλεβίζι», με έσυρε από το χέρι μανισμένη κι εφύγαμε.
Η μάνα μου, μας αγαπούσε πολύ αλλά αντιρρήσεις
και πειράγματα δεν σήκωνε, ήταν πολύ υπερήφανη
γυναίκα. Το χωριό την εκτιμούσε πολύ, την σεβότανε και οι συγγενείς την
αγαπούσαν, ίσως να την εφοβότανε και μια ολιά.
Θυμούμαι δίπλα στο σπίτι μας έμενε ένα ζευγάρι
που ο άντρας, κάθε που γύριζε απ’ την δουλειά, ξυλοφόρτωνε την γυναίκα του δίχως
λόγο. Η μάνα μου τσοι γροικούσε και την ζώνανε τα φίδια. Δεν άντεχε την αδικία.
Μια μέρα τονε περίμενε στην πόρτα και αφού έβγαλε το τσόκαρό της του λέει: «γιάντα
μωρέ δέρνεις τη γυναίκα σου;»,
πριν να προλάβει να μιλήσει τον αρχίζει με το τσόκαρο. Αφού τσι ‘ φαε καλά-καλά
δεν εμίλησε μόνο μετά ζήτησε τον λόγο από τον κύρη μου, ο οποίος του απάντησε:
«καλά-καλά
σου έκαμε».
Θυμούμαι
κι ένα άλλο περιστατικό. Κάποια στιγμή που ήταν εποχή που απύριαζαν τα αμπέλια
και πήγαιναν για αυτή τη δουλειά αξημέρωτα, ένας χωριανός σκέφτηκε να πειράξει
την μάνα μου, κρύφτηκε και την περίμενε να φανεί. Η Σφακιανή περνούσε με το
μπεγίρι και ο χωσμένος άντρας λέει του σκύλου του να της χιμήξει για να δει την
αντίδρασή της. Η Σφακιανή ατάραχη τον κατάλαβε και του ‘πε: «αν
είσαι μωρέ άντρας έβγα όξω». Πού να βγει βέβαια αυτός. Περίμενε να
φύγει και όταν αργότερα πήγε στο χωριό βρήκε τον κύρη μου και του διηγήθηκε το
περιστατικό.
Πολλά βάσανα ήπεψε ο θιός τση γιαγιάς σας μα δεν ήσκυψε το κεφάλι της
ποτέ, είχε λεβέντισσα ψυχή. Αυτά που
πίστευε τα έκανε πράξη σε όλη της τη ζωή, ήτονε φάρος άσβηστος για όλους μας, τέτοιες γυναίκες δεν θα
ξαναγεννηθούν. Αυτή ήτονε η γιαγιά
σας. Οι χωριανοί και οι συγγενείς ακόμη διηγούνται ιστορίες, όλοι έχουν να
πούνε και ένα καλό λόγο για την Σφακιανή.
Αντέστε δα να θέσετε γιατί είναι μπλιο
αργά και δεν θα ‘χετε ξυπνημό αύριο.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου