Τ' ΑΔΕΡΦΙΑ ΤΗΣ ΛΕΥΤΕΡΙΑΣ
Κωνσταντίνος Καργάκης
Τ’ αδέρφια της λευτεριάς
«...Το χρέος τους το πλέρωσαν που ‘γραφε το δευτέρι
με καθαρούς λογαριασμούς, και μέρα μεσημέρι.»
Τούτους τους χαλεπούς καιρούς ο νους μου λαχταρά να πετάξει αλάργο, σε τόπους και σε χρόνους που η ψυχή τ’ ανθρώπου μεγάλωσε, εθέριεψε κι ήκοψε με τα δόντια τσ’ αλυσίδες που βαστούσαν δεμένα τα φτερά της. Ανοίγω λοιπόν πάλι το υπό έκδοση βιβλίο του Kωνσταντίνου Καργάκη: «Το πρόσωπο της Κατοχής. Ο δεκαπεντασύλλαβος των αρμάτων» κι αφήνω τον νου μου λεύτερο ν’ αντικρίσει απ’ τ’ αψήλου την αληθινή μορφή την λευτεριάς, όπως την έχει πελεκημένη με την πένα του στο παρακάτω ποίημα:
Το εξώφυλλο του εξαιρετικού βιβλίου
Ιούνιος 1941.
Τ’ αδέρφια της λευτεριάς
Στου Μάη το καμπαναριό η σβάστικα εστήθη,
κι η λευτεριά φυγόδικη με τρεις πληγές στα στήθη
πήρε τους δρόμους, τα στενά, τις ορφανές πλατείες
κι εμπήκε σ’ ακυβέρνητες κι έρημες πολιτείες.
Χτυπά τις πόρτες τις βαριές, μα κλειδαμπαρωμένες,
και μέσα λείψανα οι ψυχές, στη σιωπή θαμμένες.
***
Στη σιωπή μαρμάρωσαν τα πύρινα τα λόγια
σαν έδειξαν μεσάνυχτα της νύχτας τα ρολόγια.
Ώρα που οι νοικοκύρηδες την ταραχή γροικούνε
και στο κατώι της ντροπής σέρνονται να χωστούνε,
στα λαδοπίθαρα του νου, σε σκοτεινό κελάρι
ν’ αρχίσουν με το Χάροντα απόκρυφο παζάρι.
***
Μα η λευτεριά ξέρει καλά ποια πόρτα θα χτυπήσει,
ποιο πανωπόρτι, ανοιχτό το μάνταλό ’χει αφήσει.
Τρεις ξωμονές στου Μιχελή και δυο στο μοναστήρι,
ένα γουλίδι αθότυρο, κρασί ένα ποτήρι.
***
Επήρε δίπλα τα βουνά πικρή κι αφορεσμένη,
πόσοί ’ναι ακόμη αζωντανοί κι πόσοι σκοτωμένοι
απ’ τα πικρά τ’ αδέρφια της, που πανηγύρι εστήσαν
και των αρμάτων το χορό ασκόλαστο αφήσαν.
Κι απόψε να που κάθονται σε γιορτινό τραπέζι,
κι η Νύχτα η αντάρτισσα στη λύρα να τους παίζει
ένα τραγούδι που κρατεί απ’ του καιρού τα βάθη,
το δεκαπεντασύλλαβο για του Ρωμιού τα πάθη.
***
Πρωταδερφοί της λευτεριάς, στη χάρη της ταμένοι,
αρματοφόροι αρχάγγελοι, τη μοίρα τους ζωσμένοι.
Πήραν κι εκείνοι τα βουνά, τ’ αγρίμια να ρωτήσουν,
την ακριβή τους αδερφή θέλουνε ν’ απαντήσουν.
***
Της Κατοχής η καταχνιά τούς πέτρωνε τα στήθια
έγιν' ο καφενές ντροπή, γίναν στενά τα σπίθια.
Σαν έπεφταν να κοιμηθούν, επέρνα το φεγγάρι,
τον ύπνο τους ξελόγιαζε, κι αργούσε να τους πάρει.
Λόγος πικρός της λευτεριάς ανάδευε τα χείλη,
νύχτα, κι η λάμψη έπεφτε απ’ το μικρό καντήλι
πάνω στις άγρυπνες μορφές, στον τοίχο κρεμασμένες
των φοβερών προγόνων τους, τις αρματοζωσμένες,
που ’λαχε η μοίρα τους σκληρή, μα κείνοι τη λυγίσαν,
μες στη σκλαβιά γεννήθηκαν, μα λέφτεροι εζήσαν.
Ομπρός σ’ αγά δε σκύψανε, δεν εκρυφοτουρκέψαν,
τη μοίρα τους στα σκοτεινά ποτέ δεν παζαρέψαν.
Το χρέος τους το πλέρωσαν που ‘γραφε το δευτέρι
με καθαρούς λογαριασμούς, και μέρα μεσημέρι.
***
Μέσα στα μάθια τούς κοιτούν, τ’ άρματα ξεκρεμούνε,
και τα παιδιά νυχτιάτικα τη μάνα τους ρωτούνε,
κι αυτή πικρή κι αστέναχτη την εμιλιά της χάνει,
στέκει στο κεφαλόσκαλο και το σταυρό της κάνει,
γιατί καλά κατέχει το πως δεν πολυχρονίζει
όποιος κλουθά τση λευτεριάς· οπίσω δεν γυρίζει,
ως έχει μάθει από μικρή της λευτεριάς το νόμο
γι’ αυτούς που φεύγουν την αυγή με τ’ άρματα στον ώμο.
Ο πρώτος και μόνιμος Βορριζανός πυρήνας αντίστασης με τον αρχηγό. Από αριστερά, Πετρακογιώργης, Μανουσομανώλης, Σκουτελογιώργης, Ψαρογιώργης, Τσιλεκοδιονύσης, Μπαλάσκας.
Ζάλο-ζάλο βαδίζουμε μαζί με τον ποιητή στις πρώτες μέρες και στις πρώτες εικόνες της Κατοχής στην Κρήτη:
Στου Μάη το καμπαναριό η σβάστικα εστήθη…
Με ποιητικές εικόνες και συμβολισμούς ξεδιαλύνεται μπροστά στα μάτια μας η μορφή της λευτεριάς, πληγωμένη, να χτυπά βαριές, κλειστές πόρτες, μα να βρίσκει μόνο την αλήθεια που πονά, ακόμα και σήμερα…
…και μέσα λείψανα οι ψυχές στη σιωπή θαμμένες…
Μια σιωπή ματωμένη, φοβισμένη κι όπως λέει ο ποιητής:
Ώρα που οι νοικοκύρηδες την ταραχή γροικούνε
και στο κατώι της ντροπής σέρνουνται να κρυφτούνε…
Όμως η λευτεριά θα βρει μονοπάτι να σαλέψει…
Μα η λευτεριά ξέρει καλά ποια πόρτα θα χτυπήσει
ποιο πανωπόρτι ανοιχτό το μάνταλο ΄χει αφήσει…
Θα πάρει τη στράτα τ’ αοριού….πικρή κι αφορεσμένη…να βρει τ’ αδέρφια της…
…πόσοι ‘ναι ακόμη αζωντανοί και πόσοι σκοτωμένοι…
Τ’ αδέρφια της που τη γυρεύουνε στα φρούδια και στους σπήλιους.
Παρακάτω ο ποιητής μας αποκαλύπτει τη σπίθα, τη φωτιά που καίει την ψυχή των ηρώων σε τέτοιες ώρες:
…Της Κατοχής η καταχνιά τους πέτρωσε τα στήθια
έγιν’ ο καφενές ντροπή, γίναν στενά τα σπίθια…
Δεν τους έβανε ο τόπος. Είχαν τη συνείδηση που βροντούσε στο μπέτη τους και τους προγόνους πάνω απ’ την κεφαλή τους, αυστηρούς κριτές και οδηγούς:
…πάνω στις άγρυπνες μορφές στον τοίχο κρεμασμένες
των φοβερών προγόνων τους τις αρματοζωσμένες…
Με άλλα λόγια όπως αναφέρει ο Ελύτης στο Άξιον Εστί….Την οργή των νεκρών να φοβάστε...
Τέλος η δραματική ποιητική εικόνα. Η στιγμή της απόφασης για αντίσταση κι ο πικρός αποχωρισμός της γυναίκας, δίχως κλάματα και στεναγμούς, σαν τη μάνα Σπαρτιάτισσα, αν και ξέρει τη μοίρα του άντρα της:
…γιατί καλά κατέχει το πως δεν πολυχρονίζει
όποιος κλουθά τση λευτεριάς οπίσω δεν γυρίζει…
Με τη λευτεριά ολοκάθαρα πια ζωγραφισμένη στον νου μου, συνεχίζω τα ζάλα μου στον ποιητικό κόσμο του Κωνσταντίνου Καργάκη.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου