Η ΠΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΜΟΥ ΕΧΤΑΓΗ
Ηράκλειο
22/7/25
Η πια μεγάλη μου εχταγή
Από τα γεννοφάσκια μου εγάπουνα τη μουσική, εκυλούσε ως φαίνεται στις φλέγες μου, ήθελα άρον-άρον να μάθω να παίζω κάποιο όργανο κι είχα φαωμένα τ’ αυτιά των γονέων μου να με γράψουν στο ωδείο. Η συγχωρεμένη η γιαγιά μου η Άννα, του κυρού μου η μάνα, εγροίκουνε τον γαμπρό τζη το Γιώργη να παίζει με το βιολί του τσι Σητειακές κοντυλιές και τση ‘ρεσε πολύ, έτσα εσκέφτηκε να με γράψει κι εμένα στο βιολί αφού ήθελα σαν τον κουζουλό να μάθω να παίζω μουσική.
Έξε χρόνια επήγα κι ήμαθα να παίζω καλά, μα το βιολί δεν ήγγιξε την ψυχή μου, το παραίτησα λοιπόν κι ήπιασα ένα ακορντεόν που εμάθαινε η αμπλά μου και δεν του ‘χε και πολύ όρεξη. Έμαθά το μια ολιά μοναχός μου, ήπαιζα μια δεκαρά λαϊκά τραγούδια τση παρέας κι αφού ήμουνε μπροτζομούρης, εντάκαρα να τα παίζω για να τραγουδούν οι αθρώποι στσι μαζώξεις που εκάνανε οι γονέοι μου στο σπίτι μας. Ήκανα παρέες και καντάδες πολλές με έκειανα τα δέκα τραγούδια που ‘παιζα στο ακορντεόν, μα ούτε αυτό μ’ έφτανε, ήθελα να παίζω κρητικά τραγούδια και στο όργανο αυτό δεν εταιριάζανε.
Ετότεσάς εντάκαρε να μ’ αρέσει το μαντολίνο, γροικούσα τσοι παλιούς μαντολινιέρηδες στο ράδιο, τον Πατενταλάκη, τον Γωνιανό, τον Μιλτιάδη τον Σκουλά κι ήναφτε στο μπέτη μου πυρκαγιά που δεν ήσβηνε. Μα όντε πρωτόκουσα τον Μιχάλη Σταυρακάκη, τον Τατάκη που λέμε, εμάργωσε ο νους μου, «πόσα δαχτύλια έχει ‘τοσές ο άθρωπος» ήλεγα «κι ίντα λοής πένα βαστά, χρυσή γή κεχριμπαρένια;». Κάθε κομμάτι που ‘παιζε κι ένα ξομπλιαστό φαντό, δεν εποχόρταινα το μαντολίνο του και πολλά βράδια τονε γροίκουνα στον ύπνο μου κι εμεταξυπνούσα μ’ ένα χαμόγελο ως τ’ αυτιά. Ε, πολυώρα θέλει ο άθρωπος; Εφύτρωξε στο νου μου η εχταγή για μαντολίνο κι εξεφούντωσε σα τη ‘μυγδαλιά τ’ Απογεναριού.
Εμάζωξα με ζόρε τα λεφτά κι εγόρασα ένα φτηνό μαντολίνο που όντε το πήρα στα χέρια μου κι εντάκαρα να το κουρντίζω, εχτύπα η καρδιά μου να πορίσει απ’ το μπέτη. Αφού τ’ αυτί μου ήτονε μπλιο μαθημένο δεν ήργησα να ψευτοπαίζω τα πρώτα κομμάτια και δεν μ’ έβανε ο τόπος. Ω την παντέρμη πρώτη χαρά σε κάθε εχταγή ίντα γλυκιά απού ‘ναι. Ήνιωθα λες και μ’ έχε ‘γγίξει ο Θιός στα δαχτύλια. Εμεγάλωσα κι εψήλωσα έκεισάς τσι μέρες, έτσα εθάρρουνα δηλαδή κι ήχασα τον ύπνο μου για καιρό. Εγροίκουνα κρητικά με τσ’ ώρες κι επάλευγα με τσι κόρδες του μαντολίνου μέχρι να ξεματώσουν τα δαχτύλια μου.
Έκεινα την εποχή, εμάθαινε μαντολίνο κι ο χωριανός μου ο Γιώργης, που εγεννήκαμε φίλοι καρδιακοί και με πάντρεψε κιόλας πια ύστερα. Κάμαμε λοιπόν ορτακιά, σύμπαινε ο γης τ’ αλλού κι εμαθαίναμε καινούργια κομμάτια. Εντακάραμε τσι παρέες, παίζαμε, ετραγούδιε πια πολύ ο Γιώργης κι εβγάναμε τσ’ αθρώπους στην όρεξη. Καντάδες στο χωριό, στα γυροχώρια, ακόμα και στη Χώρα, παρέες σε αμέτρητα κονάκια, δεν επηγαίναμε ποθές χωρίς τα μαντολίνα. Ετότεσάς ήτονε που ενοίξανε τση ψυχής μου τα πιο βαθιά κελιά κι εμπήκε μέσα τούτο το μικιό οργανάκι απού δεν το πιάνει το αμάτι σου. Κατέχει ν’ αγγίζει τσι ψυχές των μερακλήδων, που τ’ αποζητούνε τσι νύχτες με χασοφεγγαριά, μα πια πολύ όντε-ν- έχει πανσέληνο. Παγουδιά τον πόνο του ερωτευμένου, του πονεμένου κι ανε γατέχεις να παίζεις καλά γίνεται ξαρρωστικό απού δεν έχει άλλο.
Ποτέ δεν το ποχόρτασα το μαντολίνο, ακόμα κι εδά που εσκαλώσανε τόσοινα χρόνοι στη ράχη μου, ποτέ δεν κατάφερα να το κουμαντάρω, αυτό πάντα κάνει κουμάντο, όποτε θέλει παίζει καλά, κι όποτε δεν είναι στα κέφια του, μου σκληρίζει να το παραιτήσω. Μα κι η εχταγή που του ‘χα ακόμα αζωντανή είναι, ποτέ δεν σιγάνεψε η φωθιά που μου άναψε κι έτσα θέλω να μείνει, να τη σβήσει μόνο ο τελευταίος μου αναστεναγμός.
Νίκος Λουκαδάκης
(Δαφνιανός)
niloukadakis@yahoo.gr
.jpg)
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου