ΤΣΗ ΡΟΔΑΝΘΗΣ ΤΑ ΜΑΓΕΡΕΜΑΤΑ

 

ΤΣΗ ΡΟΔΑΝΘΗΣ ΤΑ ΜΑΓΕΡΕΜΑΤΑ

Πρωί-πρωί ξύπνησε η Ροδάνθη κι έφτιαξε το βραστάρι της. Το ήπιε βιαστικά, βγήκε στο κατώφλι του σπιτιού και πότισε τις ξεφουντωμένες γλάστρες της. Έπειτα έκατσε στο πεζούλι της αυλής κι έδεσε σφιχτά τη μπολίδα της. «Άντε δα κερά-Ροδάνθη να δούμε ίντα θα μαγερέψεις του κοπελιού σου που θα-ν-έρθει μετά από τόσο καιρό. Θα του κλουθά  λέει και το μικιό, η Ροδούλα μου». Ανεδακρύωσε η Ροδάνθη σαν έφερε στον νου της την εγγόνα της, με τα ροδοκόκκινα μαγουλάκια και τις ολόχρυσες μπούκλες.

Σηκώθηκε η ηλικιωμένη γυναίκα και πήγε στο κοτέτσι. Μάζεψε 5-6 αυγά, τα έβαλε στην ποδιά της και πήγε στον κήπο που ήταν φυτεμένος με λογής-λογής λαχανικά και χορταρικά. Μάζεψε 6-7 κεφαλές αγκινάρες, κάμποσα κουκιά, έκοψε ένα μάτσο σκορδόφυλλα και λίγο μάραθο που είχε φυτρώσει μοναχό του σε μια γωνιά. «Άχι παιδί μου να σου σάξω το φαΐ που ρέγεσαι», μονολόγησε η Ροδάνθη και μπήκε στο σπίτι.

Άναψε προσεκτικά την παραστιά κι άρχισε να καθαρίζει τις αγκινάρες. Αφού έβγαλε τα φύλλα και τα μαλλιά που είχαν στην καρδιά τους, τις έκοψε και τις έβαλε σε μια λεκάνη με νερό που είχε προσθέσει δυο κουταλιές ξινό για να μην μαυρίσουν. Έπειτα έπλυνε και καθάρισε τα κουκιά, το μάραθο και τα σκορδόφυλλα. Έστεσε το τσικάλι στη φωτιά κι έβαλε μέσα ένα ποτήρι λάδι, τα σκορδόφυλλα, το μάραθο, τα κουκιά και τα κάλυψε με νερό. Τράβηξε τα ξύλα από την παραστιά και σκέπασε το τσικάλι να σιγοψηθεί το φαγητό. Μετά από ένα τέταρτο άνοιξε το καπάκι και μοσχομύρισε το σπίτι. Έβαλε τις αγκινάρες, λίγο αλάτι και το ξανασκέπασε. Όταν το φαγητό είχε τραβήξει όλο το νερό του η Ροδάνθη έριξε λίγο ξύδι, ταρακούνησε το τσικάλι που τσιτσίριζε δυνατά και το έβγαλε από τη φωτιά. Ήταν έτοιμο.

«Πρέπει εδά να κάμω και πράμα άλλο να φάνε, μα ίντα;», σκέφτηκε η Ροδάνθη και έβαλε το τηγάνι στη φωτιά. Πήρε το κιουπί με το σύγλινο κι άδειασε το μισό μέσα στο τηγάνι. «Φοβέρισε» λίγο το κρέας να κατεβάσει λάδι, χτύπησε 4 αυγά, τα έβαλε μέσα κι αφού ψήθηκε από τη μια μεριά, το γύρισε από την άλλη και το έβγαλε από τη φωτιά να ψηθεί με τη πυρά του τηγανιού.


 

                                      Το λαχταριστό σύγλινο με τα αυγά.

 

Το τραπέζι της κουζίνας ήταν σκεπασμένο με μια κατάλευκη πετσέτα, τη σήκωσε η Ροδάνθη κι από κάτω ήταν έτοιμες για ψήσιμο οι περίφημες μακαρούνες της. Αποσπέρας είχε πάρει από το εικονοστάσι το πιάτο που φυλούσε το ξερό προζύμι, το είχε λειώσει με ζεστό νερό και σε μια λεκάνη έβαλε ένα ποτήρι πορτοκαλάδα, λάδι, νερό, ένα ποτήρι ζάχαρη, αλάτι και μπόλικο αλεύρι. Ζύμωσε, τις έκοψε σαν λουκουμάδες και τις άφησε όλη νύχτα να φουσκώσουν. Έβαλε λοιπόν το τηγάνι στη φωτιά κι αφού έκαψε καλά το λάδι, βουτούσε μέσα τις μακαρούνες να ψηθούν. Αφού τελείωσε τις άφησε να κρυώσουν, πήρε το σιρόπι που είχε φτιάξει με μέλι και ζάχαρη, το έριξε πάνω τους και τις πασπάλισε με κανέλλα και σουσάμι.

Την ώρα που τελείωσε άκουσε την αυλόπορτα να τρίζει. Βγήκε στο κατώφλι και είδε τη Ροδούλα να τρέχει φωνάζοντας: «Γιαγιά μου, γιαγούλα μου». Έπεσε στην αγκαλιά της το μικρό κορίτσι κι ο γιος της από πίσω με δυνατή φωνή είπε:

-Ίντα μρε μάνα ήψησες πάλι και μύρισε όλο το χωριό;

-Πράμα γιε μου, αγκινάρες με χλωροκούκια που τα ρέγεσαι και λίγο σύγλινο με τα αυγά. Α, έκαμα και μερικές μακαρούνες που αρέσουν στη Ροδούλα μου.

Μπήκε το μικιό κοπέλι στο σπίτι, μύρισε και τρέξαν τα σάλια του. Έκλεισε τα μάτια του, ξαναμύρισε κι άρπαξε μια μακαρούνα από το πιάτο. Μπήκε κι ο γιος της Ροδάνθης, είδε τα φαγητά, φίλησε τη μάνα του και της είπε: «Από το τίποτα ήκαμες πάλι θαύματα. Γειά σου μάνα, χίλια χρόνια να ζήσεις».

Σχόλια

  1. Πολύ ωραία ιστορία φίλε.Ή νοστιμία που είχαν τά φαγητά αυτά πού έφτιαχναν οι γιαγιάδες μας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΣΙΟΡ ΤΖΑΝΑΚΗ

ΤΣΗ ΚΟΝΤΟΛΕΝΙΑΣ

Ο ΚΑΤΗΣ ΤΗΣ ΑΘΟΥΣΑΣ

Ο ΞΕΣΗΚΩΜΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΤΟ 1821 ΣΤΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ

ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΞΟΜΠΛΙΑ ΣΤΟ ΦΑΝΤΟ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Η ΠΕΡΑΣΑ ΤΟΥ ΦΑΡΑΓΓΑ