Ο ΝΙΩΤΗΣ ΚΙ Ο ΑΣΑΝΗΣ
ΚΡΗΤΕΣ ΗΜΙΘΕΟΙ, ΕΡΑΣΤΕΣ ΤΗΣ ΛΕΥΤΕΡΙΑΣ
Ο ΝΙΩΤΗΣ ΚΙ
Ο ΑΣΑΝΗΣ
Αποδιαφώτιστα είναι ακόμη στη Νίδα
και στο ερειπωμένο από τους Τούρκους εκκλησάκι του Χριστού, σμίγουνε τρεις
οπλαρχηγοί Ανωγειανοί, τρεις μπαρουτοκαπνισμένοι καπετάνιοι. Ο Σταυρούλης Νιώτης, ο Βασίλης Σμπώκος κι ο
Σταύρος Ξετρύπης. Τον λόγο παίρνει ο Σμπώκος, ο άνθρωπος που πάντα
περιγελούσε τον χάρο: «αδερφοχτοί μου,
χαράμι τ’ άρματα που φορούμε όσο ζει και μπαίνει ο Ασάν αγάς στ’ Ανώγεια. Κάθε
μέρα ζυγώνει χαράτσα κι αγγαρεία ο σκύλος κι οι άντρες το ξημέρωμα φεύγουν από
το χωριό για να γλυτώσουν, μένουν μόνο τα γυναικόπαιδα και οι γερόντοι. Θαρρώ
πως ήρθε η ώρα να τονε ξεκάνουμε, μα να βγάλομε σχέδιο μην την πλερώσει το
χωριό». Πετιέται τότε ο Νιώτης και με σίγουρη φωνή λέει: «Αφήσετέ τονε σε μένα, εσείς είστε
παντρεμένοι, έχετε και κοπέλια, εγώ είμαι αμοναχός. Κατέχω την περασά του και
θα του κάμω στεσά. Του χρωστώ κιόλας γιατί επείραξε την αδερφή μου, την Αγάπη».
Ο Ασάν Ασάνογλου, ο αγάς του Αγίου
Ιωάννη στον Μυλοπόταμο ήταν ένας εξωμότης που όταν ο στρατός εγκαταστάθηκε στην
Αξό, αποθρασύνθηκε κι έκανε ότι ήθελε στην περιοχή. Οι Ανωγειανοί που δεν ήταν
συνηθισμένοι στην καταπίεση και στην παρουσία Τούρκων στο χωριό, έβραζαν από
τον θυμό τους. Οι αγγαρείες που έπαιρνε κάθε μέρα ο Ασάνης για να χτίζει μιτάτα
και στέρνες στην Ρουσαλίμνη ήταν μεγάλη προσβολή για τους Ανωγειανούς. Έπρεπε
λοιπόν να τον τελειώσουν.
Κατέβηκε ο Νιώτης στ’ Ανώγεια, πήγε στη
μάνα του και της είπε να του σάξει τη βούργια γιατί είχε στραθιά. Πήγε αυτή,
γύρεψε αλεύρι στη γειτονιά και του ‘καμε τρεις πίτες. Πήρε ο Σταυρούλης τη
βούργια, φίλησε τη χέρα της μάνας του και πήγε στην περιοχή της Μαύρης, σε ένα
στενό πέρασμα στον δρόμο για την Αξό. Εκεί χώστηκε σε ένα μεγάλο χαράκι και
ανήμενε τον Ασάνη να περάσει. Τρεις μέρες πέρασαν κι ο Νιώτης δεν εκούνησε από
τη χωσά. Την Τρίτη μέρα φάνηκε ο Ασάνης αρματωμένος, καβάλα στο άλογό του και
μπροστά πήγαινε ο καβάζης του, κρατώντας το όπλο του αφέντη του. Μόλις σίμωσαν,
σηκώνεται ο Νιώτης από το χαράκι και φωνάζει: «που πας μωρέ σκύλε;». Αμέσως πυροβολεί, τραυματίζει τον αγά
στον πόδα και γυρίζει να σκοτώσει τον καβάζη, μα αυτός εφοβήθηκε κι έβγαλε
φτερά στα πόδια να πάει να ειδοποιήσει τον στρατό. Ο Ασάνης χτυπημένος σήκωσε
τη πιστόλα του κι έπαιξε του Νιώτη μα χωρίς επιτυχία. Ο Σταυρούλης τότε με δυο
σάλτους έπεσε πάνω στον αγά και τον έσφαξε. Του πήρε τα άρματα, το ρουμπινένιο
κομπολόι του και χώστηκε στο διπλανό δάσος πάνω σε ένα δρυγιά. Σε λίγη ώρα στρατιώτες κύκλωσαν το δάσος
γυρεύονταν τον Νιώτη μα χωρίς αποτέλεσμα αφού ο δρυγιάς ήταν μεγάλος και τα
φύλλα του πυκνά. Μετά από αρκετές ώρες έφυγαν άπραγοι.
Δυο μέρες πέρασαν κι ο Πασάς έλαβε ένα
γράμμα που έλεγε: «Πασά εφέντη, τον Ασάν
αγά τον σκότωσα εγώ, ο Σταύρος Νιώτης διά να εκδικηθώ την προσβολή που έκαμε
στην αδερφή μου, Αγάπη και να απαλλάξω την περιοχή από τις αγγαρείες και τα
δεινά που επέβαλε ο σκληρός αυτός γενίτσαρος. Σταύρος Νιώτης, οπλαρχηγός».
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου