ΕΛΛΕΕΙΝΟΙ «ΙΠΠΟΤΕΣ»
6/9/19
ΕΛΛΕΕΙΝΟΙ «ΙΠΠΟΤΕΣ»
ΕΛΛΕΕΙΝΟΙ «ΙΠΠΟΤΕΣ»

Σε όλο το βιβλίο υπάρχουν σημεία που αξίζει
κανείς να σταθεί και που προκαλούν συγκίνηση και υπερηφάνεια, μιας και το
βιβλίο αναφέρεται στα γεγονότα της Κατοχής με πολύ ιδιαίτερο τρόπο και είναι
γεμάτο ζωντανές μαρτυρίες.
Το βιβλίο κορυφώνεται και περιγράφει την μάχη
στο Τραχήλι, που συνέβη στις 15 Αυγούστου 1943, σε μια δύσβατη πλαγιά του
Ψηλορείτη, πάνω από τα Βορρίζα. Εκεί κατευθύνθηκε η ομάδα Πετρακογιώργη, όταν
αντιλήφθηκε ότι ήταν περικυκλωμένοι από Γερμανούς. Η ομάδα αυτή πρωταγωνίστησε
στην περιοχή, με συμμετοχές σε σαμποτάζ και σε μάχες. Όταν λοιπόν μπήκαν οι
αντάρτες στο Τραχήλι έγινε πολύωρη μάχη και από τα 22 μέλη της ομάδας
σκοτώθηκαν επί τόπου 7, οι υπόλοιποι κατάφεραν να διαφύγουν, αφήνοντας πίσω
τους αρκετούς νεκρούς και τραυματίες Γερμανούς.
Όμως το ορόσημο ή ένα από τα ορόσημα του
βιβλίου, κατά την γνώμη μου, είναι το σημείο που περιγράφεται η τύχη των νεκρών
ανταρτών μετά την μάχη. Αφού λοιπόν τελείωσε η μάχη, οι Γερμανοί κήρυξαν την
περιοχή απαγορευμένη ζώνη. Κανείς δεν μπορούσε να πατήσει το πόδι του στην
περιοχή γύρω από το Τραχήλι, έτσι έμειναν άθαφτοι οι ήρωες του Τραχηλιού. Ο
λόγος που το έκαναν αυτό οι Γερμανοί, πέραν από την βαρβαρότητα, όπως αναφέρει
ο συγγραφέας: «..υπήρχε και η πολιτική τους, η προπαγάνδα τους ή ακόμη και η ντροπή
τους, που δεν ήθελαν να δει κανείς το μέγεθος της ήττας τους κατά την
περισυλλογή των δικών τους νεκρών..» (σελ. 455).
Παραθέτω αυτούσια την ζωντανή μαρτυρία της
Μαρίας Φραγκιαδάκη, κόρης του Διονύση Φραγκιαδάκη, αντάρτη που σκοτώθηκε στη
Μάχη του Τραχηλιού: «..Δε βρέθηκε άθρωπος να το πει, μα θα το πω εγώ. Άθαφτοι επομείνανε.
Τον πατέρα μου τον είχαν μισοφαωμένο τα όρνια. Πήγε ο μπάρμπας μου ο
Τσελεκονικολής μετά από μέρες και τον εγνώρισε από την βούργια του. Τον ήβαλε
σ` ένα ταυκάκι εκειά αποκάτω και τσ` άλλους τσοι φάγανε τα όρνια , γιατί οι
Γερμανοί εκάνανε εκειά φυλάκιο 15 μέρες. Δεν επήγανε βοσκοί να τσοι πετρώσουνε.
Η μάνα μου, που τση κρατούσανε μυστικό το `μαθε ύστερα κι επήγε σε 10 μέρες.
Τσοι `χανε φάει τα όρνια, εβαστούσανε τα μαντήλια ντος, έτσε από την μυρωδιά.
Είδε τσοι σκοτωμένους, μα το κύρη μου δεν τον εβρήκε, γιατί ο μπάρμπας μου τον
είχε πετρώσει πρωτύτερα» (σελ. 456).
Μόνο η λέξη ανατριχίλα μπορεί να περιγράψει
το συναίσθημα που νοιώθεις όταν διαβάζεις την μαρτυρία της Μ. Φραγκιαδάκη. Η
ασέβεια προς τους νεκρούς ξεπερνάει την βαρβαρότητα, απλά δεν υπάρχει λέξη για
να την περιγράψεις. Η εικόνα που γεννά το κείμενο αυτό, μου φέρνει δάκρυα στα
μάτια. Μισοφαγωμένα πτώματα, αγνώριστα. Λέει η Μ. Φραγκιαδάκη: «…τονε
γνώρισε από τη βούργια του». Τα όρνια πάνω από τα άψυχα σώματα και οι
Γερμανοί εκεί, παρόντες, ατάραχοι, να συμμετέχουν και αυτοί στην βεβήλωση των
νεκρών, λες και δεν τους γέννησε μάνα, παρά θεριό που θρέφεται με ανθρώπινη
σάρκα. Κι έπειτα ο θρήνος, της γυναίκας, της μάνας, του πατέρα, της αδερφής,
των παιδιών, οι ποταμοί των δακρύων.
Οργή ξεχειλίζει απ` την ψυχή μου σαν
σκέφτομαι όλους αυτούς τους ανθρώπους να μένουν, νύχτες ατελείωτες, ξάγρυπνοι
να σκέφτονται τους δικούς τους, νεκρούς, άθαφτους, μα πιο πολύ οργίζομαι με
τους βάρβαρους εκείνους, που με το πρόσχημα του πολέμου, διέπραξαν τέτοια
απεχθή εγκλήματα. Ο συγγραφέας στην σελίδα 454-455 αναφέρει: «Στην
πρώτη ραδιοφωνική του ομιλία ο Χίτλερ, αφότου τα Γερμανικά στρατεύματα
εξασφάλισαν την νίκη τους στην Κρήτη την 1η Ιουνίου `41 είπε: έδωσα
διαταγές στα ευρισκόμενα στην Κρήτη Γερμανικά στρατεύματα να διεξάγουν ιπποτικό
πόλεμο». Κενά λόγια, στην πραγματικότητα όταν τα βρήκαν δύσκολα στην
Κρήτη, φανέρωσαν τα πραγματικά, πρωτόγονα, ζωώδη ένστικτά τους, και όπως είναι
φυσικό επακόλουθο, στο τέλος απόμειναν μόνοι, χαμένοι, ταπεινωμένοι και
κυνηγημένοι από τις ερινύες τους.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου