ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΞΟΜΠΛΙΑ ΣΤΟ ΦΑΝΤΟ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
Τα τέσσερα ξόμπλια στο ‘φαντό της Κρήτης
![]() |
Πηγή φωτογραφίας: διαδίκτυο
Στεία: Άνυδρο χώμα, ποτισμένο με αγόγγυστο ιδρώτα και άγνωστο, ηρωικό αίμα. Λίγα δέντρα εδώ. Ελιές που καψωμένες κάθονται η μια στη σκιά της άλλης. Χαρουπιές, με τις πληγές της βεντέμας στο γέρικο κορμί τους ακόμα ανοιχτές και δυο-τρία πλατάνια, δροσισμένα, άλλοτε από τρεις στάλες μύθου κι άλλοτε από τρία δάκρυα προσευχής. Απ’ αυτήν εδώ τη γωνιά της θάλασσας κάποτε πορφύρωσε η ιστορία. Φοίνικες πειρατές σε τούτες τις αμμουδιές πρωτόφτυσαν χάμω τους σπόρους της Ανατολής κι αυτοί ριζόσυραν ως τα φρούδια του χρόνου. Λέξεις πιασμένες χέρι-χέρι σε δεκαπεντασύλλαβο, πηδηχτό χορό, ακούραστες στριφογυρίζουν ομπρός μου. Στεία, ξόμπλι ακριβό στο ‘φαντό της Κρήτης
Ηράκλειο: Γη της οινοφόρου αμπέλου, με τους πολύγεννους λόφους, πενήντα αιώνες δισκαφισμένους. Με τα δίμετρα πιθάρια στα υπόγεια του Μίνωα, γεμάτα ακόμα με το πρώτο μαζωχτό του αγρούλιδα. Με τον κρητικό κυπάρισσο, τη μια να βαστά γερά τη στέγη της ράτσας και την άλλη να πλέει βαροφορτωμένος σ’ αφιλόξενα λιμάνια. Κάστρα σπαρμένα σε κάθε σου έβγορο, με το αίμα στα θεμέλιά τους να βαστά αλυσοδεμένα στοιχειά κι αγίους. Πόσες γενιές βαρβάρων δεν σε βλαστήμησαν σκαλωμένοι στ’ απόρθητα τείχη σου. Πόσες γενιές βαρβάρων δεν έκλαψαν πικρά όταν σε αποχαιρετούσαν για πάντα. Ηράκλειο, ξόμπλι ακριβό στο ‘φαντό της Κρήτης.
Ρέθυμνο: Γη κυματοστόλιστη, ξαπλωμένη στην άγρια σκιά του πέτρινου γίγαντα. Με τα φτερά του βυζαντινού αετού, σκαλισμένα με πυρωμένο σίδερο στη ράχη σου. Με τα δώδεκα αρχοντόπουλα, του βοριά ρηγάδες, που καβαλάρηδες σεργιάνισαν στα μονοπάτια σου και δεν ξεπέζεψαν ποτέ. Ανήμερη κυνηγάρισσα, με τον πετρογέρακα να περιμένει το σφύριγμα για να φέρει στα πόδια σου το άπιαστο θήραμα. Σκυμμένη στο σταυροδρόμι των εθνών, ανάμεσα σε μακάμια και πλάγιο δεύτερο, μοναχή σου πελέκησες την αχλαδόσχημη λύρα και την έδωσες στα χέρια του θρύλου. Των θεόμορφων βοσκών, των ασκητόμορφων ποιητών, των αγγελόμορφων γυναικών. Ρέθυμνο, ξόμπλι ακριβό στο ‘φαντό της Κρήτης.
Χανιά: Των Κυδώνων γη ανυπόταχτη. Των αγριμιών μετέωρο πάτημα στην άκρα του θανάτου. Με τις κάρες ηρώων να σείονται κάτω από κάθε χαράκι, κάτω από κάθε γέρο-πρίνο. Με τον Φάραγγα, αχόρταγο όφι, να βρουχάται και να χώνεται πιο βαθιά στο αντροπάτητο μπέτη της Μαδάρας. Των αρμάτων ακοίμητε φύλακα. Της πίστης άοκνε φρουρέ. Μπαρούτι μοσχοβολούν οι ολάνθιστες πλαγιές σου. Λιβάνι μυρίζουν οι άγριες βιόλες τ’ αοριού σου κι όλοι οι ανέμοι, καθισμένοι σε τάβλα καλοστρωμένη, τραγουδούν ατέλειωτο ριζίτικο. Της αντρειγιάς βρύση κρυστάλλινη, της λευτεριάς δέντρο αιωνόβιο. Χανιά, ξόμπλι ακριβό στο φαντό της Κρήτης.
Νίκος Λουκαδάκης
(Δαφνιανός)
niloukadakis@yahoo.gr
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου