ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΣΙΟΡ ΤΖΑΝΑΚΗ

 

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΣΙΟΡ ΤΖΑΝΑΚΗ

Θυμούμαι μας μάζωνε η γιαγιά Αλεξάνδρα γύρω της, έπαιρνε την μικρή μου αδερφή στην ποδιά της κι άρχιζε να μας λέει τραγούδια. Πότε «τη γυναίκα του πρωτομάστορα», πότε αποσπάσματα μεγάλα από τον «Ερωτόκριτο» και πολλά άλλα . Αυτό όμως που έχει μείνει βαθιά χαραγμένο στο νου μου είναι το τραγούδι του Σιορ Τζανάκη. Ψάχνωντας λοιπόν βρήκα μια συλλογή Κρητικών ασμάτων του 1876 στην οποία είναι καταγραμμένο, περίπου όπως το τραγούδαγε η καταπληκτική αυτή γυναίκα. Προφανώς το τραγούδι αυτό είναι πολύ παλιό αφού από το όνομα και μόνο καταλαβαίνει κανείς ότι πάει πίσω στην εποχή της Βενετοκρατίας. Ιδού λοιπόν το τραγούδι του σιορ Τζανάκη που ήταν πολύ διαδεδομένο σε όλη την Κρήτη πριν από μερικές δεκαετίες.



Ο σιορ Τζανάκης

 

Αφρουκαστήτε να σας πω για το σιόρ Τζανάκη
με ίντα νου και λοϊσμό το πήρε το Λενάκι.
Βάν’ αλλαξιές στολίζεται ‘πο κει περνοδιαβαίνει
και το βιολί στη χέρα του τον άθρωπο λωλαίνει.
Κι η γι-Ελενιώ ‘στε να το ιδεί ερέχτη τη θωριάν του,
πάπλωμα έπιασε χρουσό κι έγραψε τη στοριάν του
και το σαρίκι απου φορεί ολόχρουσο το γράφει
και το ζωνάρι απου φορεί όλο μαργαριτάρι.
Κι αυτός εσυλλογιάστηκε χαιρετισμό να πέψει,
δαχτυλιδάκι ολόχρουσο, π’ αντικομμό δεν έχει.
Σε νταμπακιέρα ολόχρουση βάνει το δαχτυλίδι
και με χαρά του δούλου του στη χέρα του το δίδει.
-Να παης να τση κουρκουνάς με την ταπεινοσύνη
κι ανε προβάλει ή λυγερή δώσ’ τση το δαχτυλίδι.
Και πάει και τση κουρκουνά με την ταπεινοσύνη.
Κι η μάνα τση στη γειτονιά είχε δουλειά και λείπει.
Κι η κόρη εκατέβηκε με μοναχή βαγίτσα
κι εβάστα και στη χέρα τση μιαν ασημένια βίτσα.
Φορεί φελλούς στα πόδια τση, ζώνη χρουσή στη μέση,
τσικίνια εις το κούτελο, σαν τη νεραΐδα φέγγει.
-Ακριβοχαιρετίσματα ‘που το σιόρ Τζανάκη
και σου πεψε χαιρετισμό ένα δαχτυλιδάκι.
Κι η κόρη ως το γροίκησε το πρόσωπόν τση δρόνει
και τον καλό σου Κωσταντή ξυλιές τονε φορτώνει.
-Καλώς τονε τον Κωσταντή, μα άργησες λιγάκι.
-Καλώς σας ήβρ’ αφέντη μου μα ‘ρχομαι με φαρμάκι.
Ο σιορ Τζανάκης στέναξε ‘πομέσαν του και λέει:
-Το πράμα μ’ ούλο το πουλό μ’ άλλος δεν την κερδαίνει.
-Πουλήσεις το, χαρίσεις το ψιχάλι δεν την παίρνεις,
μα πάλι αν το πεθυμάς άκουσε ανε θέλεις
να σ’ αρμηνέψω αφέντη μου ίσως και την πλανέσεις.
-Ορμήνεψε μου Κωσταντή κι ολόχρουσα σε ντύνω.
-Βάλε τα γυναικίστικα κι άλλαξε φορεσιά σου,
να πάης να τση κουρκουνάς αντίς δικολογιά σου.
Κι η μάνα τση ΄χε αδερφή στα ξένα παντρεμένη
κι είνιε και χρόνοι δεκαοχτώ απου ‘ναι αποθαμμένη.
Βάνει τα γυναικίστικα κι αλλάσει φορεσιάν του
και πάει και τση κουρκουνά αντίς δικολογιά του.
Εργούν τα κοκκαλάκια του, τρέμουν τα γόνατά του
μη μπα να τον γνωρίσουνε και δείρουν τα πλευρά του.
-Καλώς σας ήβρα κερά θειά, τη σημερνή ημέρα
και τσ’ αδερφή σου τσ’ Αρετής είμαι η θυγατέρα.
-Άχι και που το λόγιασα τη σημερνή ημέρα
πως τσ’ αδερφής μου το παιδί θαν έρθει από τα ξένα;
Πόσον καιρό σ’ εβύζανε η ξένη στην αγκάλη;
-Δεν τη θυμούμαι, κερά θειά, τη μάνα μου ψιχάλι.
-Πάρε τη αξεδέφη σου και κάμε τση ραέτι,
ωσάν απου ‘στε εδικοί και σφιχταγγαλιασέ τη.
Πάρε την αξαδέρφη σου να πα να κοιμηθείτε,
ωσάν απου ‘στε εδικοί να σφιχταγγαλιαστείτε.
Κι ωστέ να μπει κι ώστε να βγει ήσανε και γδυμένοι
κι είχαν το πάπλωμα ανοιχτό κι ήσαν και κουμπισμένοι.
-Να σε ρωτώ ξαδέρφη μου, η στόρια τίνος είναι;
-Τι να σου πω ξαδέρφη μου, του σιορ Τζανάκη είναι
κι αλλού δεν το θαρρεύτηκα μα σε θα το θαρρέψω,
το σιορ Τζανάκη αγαπώ, απου να τον κερδέσω.
Τον σιορ Τζανάκη αγαπώ κι είμαι κουζουλαμένη,
μα η μάνα μου δεν τονε θε, γιατί ‘ναι λέει κοπέλι.
-Θέ μ’ απου τη σκεπάστηκα άποψε τη στοριά μου
και το χρουσό μου Ελενιώ έχω στην αγκαλιά μου.
Εννιά λογιώ ροδόσταμα εβάστα απου την Πόλη
κι εκειονανά του βουήθηξε κι εξέκρουψε τη κόρη.
-Άχ σκύλε ιντα μου κάμες κι έβγαλες τ’ όνομά μου
και ντρέπομαι τη μάνα μου και τη δικολογιά μου.
-Κι από ίντα στόμα θα ειπωθεί χρουσό μου Ελενάκι,
που ακόμη δε λογούμαι εγώ για το σιόρ Τζανάκη;
-Να σε ρωτήξω κερά θειά πως και δεν τη παντρεύγεις
και δεν τση δίδεις μορφονιό, ταιράκι να την έχει;
-Δώδεκα προξενιά πεψαν, δώδεκα παλικάρια
μα δεν την έδωκα κιανούς ταιράκι να την πάρει,
επέψανέ μου προξενιό κι από το σιορ Τζανάκη,
μα θέλημα δεν το ‘βαλα γιατί ‘ναι κοπελάκι.
-Θαμμάζομαί σε κερά θειά πως είναι κοπελάκι
απου ‘χει εις τον τόπο μας μεγάλο το κουράδι,
μέλισσες έχει αμέτρητες, ελιές έχει χιλιάδες
κι έχουν και τα περβόλια του όμορφες πρασινάδες.
-Μεσίτη βάνω το θεό κι ότι θελήσει ας κάμει
με το δικό μου θέλημα άντρα τση να τον πάρει.
Βελούδα στρώσανε τη γης κι επαίξαν τση καμπάνες
όντε την ευλογούσανε δώδεκα δεσποτάδες.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΤΣΗ ΚΟΝΤΟΛΕΝΙΑΣ

Ο ΚΑΤΗΣ ΤΗΣ ΑΘΟΥΣΑΣ

Ο ΞΕΣΗΚΩΜΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΤΟ 1821 ΣΤΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ

ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΞΟΜΠΛΙΑ ΣΤΟ ΦΑΝΤΟ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Η ΠΕΡΑΣΑ ΤΟΥ ΦΑΡΑΓΓΑ