ΜΑΗΣ ΗΤΟΝΕ

 

Μάης ήτονε

Μάης ήτονε κι είχες βάλει την καλή σου φορεσά. Λουλουδιασμένη και μοσχομύριστη, ανήμενες τα κοπέλια σου να γιαγείρουν δοξασμένα απ’ τα ματωμένα βουνά του πολέμου. Μ’ αυτά, ολόγδυμνα και παραπονεμένα, με τσι βαθιές τσαφουνιές τση σκλαβιάς στη ράχη ντως και τη λευτεριά αλυσοδεμένη οπίσω ντως, μάχουνταν να διαβούν την πυρωμένη θάλασσα για να πέσουν στην αγκαλιά σου. Κι εσύ ανήμενες…ξανοίγοντας πότε οθέ ν-τη Δύση μπας και ξεπροβάλει άλλος ήλιος, πότε οθέ ν-το Βορρά μπας και φανεί το σαπιοκάικο με το κατάλευκο πανί.


Τα Γερμανικά «μιάσματα» χώνουνται κάπου στην Κρήτη την ημέρα της Μάχης της Κρήτης. Πηγή φωτογραφίας: διαδίκτυο.


Μάης ήτονε κι αντί για χελιδόνια, άγρια πουλιά φανήκανε στον αξέγνοιο ορίζοντα σου. Σιδερένιο, βαρύ νέφαλο σκέπασε τον καθάριο ουρανό σου κι ήβαλες πάλι τη βασανισμένη χέρα σου αντήλιο του πολέμου. Γεμίσανε οι κάμποι και τ’ ακρογιάλια σου με λιμασμένους λύκους που ρέγουνταν φρέσκια σάρκα και ζεστό αίμα. Μα δεν εφοβήθηκες, κατεχάρισσα ήσουνε. Με φτερούγες εγεννήθηκες. Νεθράφηκες με τη μυρωδιά του έρωντα και του μπαρουτιού. Στη μια σου χέρα το δρεπάνι, στην άλλη το μαυρομάνικο μαχαίρι, μια του πολέμου και μια του κάματου.

Μάης ήτονε κι ήνοιξες το ασκούριαστο ακόμη μπαούλο να βγάλεις πάλι την αγρουλιδένια χουρχούδα και τον γέρο, ξεδοντιάρη Γκρα. Αυτά όλα κι όλα τ’ άρματα σ’ αφήκανε τα τρεμάμενα κακαντράκια, οι ανάξιοι άνακτες, που δήθεν τα μαζώξανε για τα κοπέλια σου, μα τα χώσανε βαθιά στη γη γιατί φοβούντανε τον ανίκητο θυμό σου. Κι έτσα όμως ανήμερο θεριό είσαι, μόνο με τα νύχια, τα δόντια και τη δίκαια κραυγή σου θα σκορπίσεις πάλι τον φόβο σε φίλους κι οχτρούς. Ποιος σιμώνει άφοβα στση Γερακίνας τη φωλιά;

Είκοσι του Μάη ήτονε κι από την απέναντι σκοτεινιασμένη όχθη, γροικήσανε τα ξεριζωμένα κοπέλια σου την αγριεμένη φωνή σου κι ανελωθήκανε. Μάνα…Μάνα…άχι Μάνα μας, φώνιαζαν και συρομαδιούντανε. Βλαστημούσανε τη θάλασσα και τη καταρούντανε να στερέψει. Κι εσύ επάλευες σ’ αόρη, σε πόλεις και χωριά να καθαρίσεις τον ουρανό και τη γη σου απ’ τα μιάσματα. Εθάρρουνες πως είχες φίλους κι εδικούς να σου συντράμουν μα στο τέλος πάλι μοναχή επόμεινες…όπως πάντα…αυτή είναι η μοίρα σου, αυτή είναι κι η δόξα σου.

Τέσσερις Μάηδες ακόμη επεράσανε και δεν εσταμάτησες να μάχεσαι. Αντάρτισσα, με το μετερίζι σου στσι απάτητες κορφές, στα φρούδια και στσι σπήλιους. Άγρυπνη, μαυροφορεμένη, με το ριζίτικο σαφί στα χείλη σου και τ’ άρματα στο προσκέφαλό σου. Εθώριες την Άνοιξη να σιμώνει κι ανεντράνιζες, γροικούσες τον κοτσυφό να κελαηδεί και χαμογελούσες. Κι όταν πια καθάρισε ο ουρανός, κι όταν λουλούδιασε πάλι η γης, τότε μόνο σίμωσες πάνω απ’ τα χαλάσματα και τους τάφους των κοπελιών σου, μα δεν εδάκρυσες, μόνο ήστεσες χοροστάσι μαζί με τη λευτεριά, που ακόμη ματωμένη, σου βαστούσε γερά τη χέρα. Μάης ήτονε και δεν ξανάβγαλες τη καλή σου φορεσά.



Λουκαδάκης Νίκος

Ο Δαφνιανός”

niloukadakis@yahoo.gr

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο ΚΑΤΗΣ ΤΗΣ ΑΘΟΥΣΑΣ

Τ΄ ΑΓΡΙΜΙ

ΤΑ ΕΠΩΝΥΜΑ ΤΩΝ ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΩΝ

ΤΣΗ ΚΟΝΤΟΛΕΝΙΑΣ

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΣΙΟΡ ΤΖΑΝΑΚΗ