ΕΝΑΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΡΙΖΑ

 

ΣΤΑ ΧΝΑΡΙΑ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ


Ένας διάλογος με αρχαιοελληνική ρίζα



. ..μη σε γροικώ, πως πέντε ανέφαλα που θωρώ, τα λογιάζεις για κατσηφάρα… (Φωτογραφία Νίκος Νικολάου)



Καλλιρόη: Ίντα δα λογάται Μιλτιάδη πως θα γείρεις μ’ έτσα κατσηφάρα στα έχνη.

Μιλτιάδης: Σώπαινε Καλλιρόη μη σε γροικώ, πως πέντε ανέφαλα που θωρώ, τα λογιάζεις για κατσηφάρα.

Καλλιρόη: Ξα σου. Μη γούζεσαι ταχυτέρου που θα κοίτεσαι και θα μύσσεις σαν το βούι.

Μιλτιάδης: Να ‘θελα μη βατταλαλείς μωρή Καλλιρόη κι ακόμη δεν επόρισε ο ήλιος.

Καλλιρόη: Ναι, θαρρείς του λόγου σου πως ρέγομαι να βατταλαλώ. Οψές μωρέ δεν ήλεγες πως δεν πας ποθές σήμερο.

Μιλτιάδης: Ε, οψές ήργουνα, μα σήμερο είναι καλωσυνάδα. Γιάε όξω. Μήδε απόι, μήδε ομπρά, μήδε πράμα.

Καλλιρόη: Άμε. Σάλευγε. Γιάε κακομοίρη μου, όντε θα γιαγείρεις και θα-ν- είσαι ολόγρος, μην τυχόν και ‘κούσω την εμιλιά σου.

Μιλτιάδης: Κι ίντα θες, να κάτσω παέ να σε ξανοίγω;

Καλλιρόη: Να πας να σάσεις τον κούμο, που τον ήριξε ο βοριάς κι ήπιασαν οι όρνιθες τα διάπαντα.

Μιλτιάδης: Ε, άμα γιαγείρω από τα οζά θα τονε σάσω.

Καλλιρόη: Άμε καλόχαρε να σάσεις τον κούμο κι εγώ άφτω την παραστιά. Σάμε να τελειώσεις θα-ν-έχω τηγανήτους καωμένους και χοχλιούς που τσι ρέγεσαι, να πιεις μια τσικουδιά κι απής να γλακάς όπου θες.

Μιλτιάδης: Ω τον κακομοίτση πως με λαλείς σαν τον παράορο. Θα πάω θέλει, ίντα να κάμω. Μα γιάε μη κάμεις τσοι χοχλιούς αλισάχνη σαν την άλλη φορά και τηγανήτους όι δυο-τρεις-τέσσερις.

Καλλιρόη: Κάμε μου εσύ τη χάρη και ξα μου εμένα.

Μιλτιάδης: Ε, κι αν έχεις και πράμα άλλα λειξίδια, σάσε τα να πιούμενε μια, μα αφορούμαι το πως σήμερο δεν πάω ποθές.


Λέξεις του κειμένου με αρχαιοελληνική ρίζα

Κατσηφάρα= Καταχνιά, ομίχλη. Από το κατηφής=σκυθρωπός.

Έχνη= Τα ζώα. Από το έθνος=σμήνη πουλιών με τροπή του -θ σε –χ.

Γροικώ= Ακούω. Από το αγροίκος-αγροικός.

Ανέφαλο= Σύννεφο. Από το αρχαίο νέφος.,

Θωρώ= Βλέπω, κοιτάζω. Από το θεωρώ.

Ξα σου= Κάνε ό,τι θες, είναι δικαίωμά σου. Συντόμευση της φράσης είναι στην εξουσία σου.

Γούζεσαι= Γκρινιάζεις. Από το γοάω-γοώ= θρηνώ, κραυγάζω.

Κοίτεσαι= Είσαι ξαπλωμένος. Από το κοίτη=φωλιά.

Μύσσεις= Βογκάς, αναστενάζεις. Από μύζω=αναστενάζω.

Βατταλαλείς= Διαμαρτύρομαι, μιλώντας συνεχώς. Από βαττολογώ+λαλώ.

Επόρισε= Βγήκε έξω, πέρασε την πόρτα. Από το πόρος=πέρασμα.

Ρέγομαι= Μου αρέσει, προτιμώ. Από το ορέγομαι, με την ίδια έννοια.

Οψές= Χθες το βράδυ. Από το οψέ=αργά το βράδυ.

Ποθές= Πουθενά. Από το πόθεν.

Ήργουνα (εργώ)= κρύωνα. Από το ριγόω=τρέμω.

Γιάε= Κοίταξε (και κοίταξε να δεις). Από το για+ιδέ.

Μήδε= Ούτε. Από το μηδέ.

Απόι= Πρωινός παγετός. Από το απώγειος αύρα.

Ομπρά= Βροχή. Από το όμβρος.

Άμε= Πήγαινε. Από το άγωμε (ά-γω-με).

Σάλευγε= Πήγαινε (περπάτα). Από το σάλος=ταραχή.

Γιαγείρεις= Επιστρέψεις. Από το διεγείρω, με την ίδια έννοια.

Έπαε=Εδώ. Από το δωρικό πα=κάπου. (Αρχιμήδης: δος μοι πα στω και ταν γαν κινάσω= Δώσε μου κάπου να σταθώ και τη γη θα κινήσω).

Ξανοίγω= Κοιτάζω, βλέπω. Από το εξ+ανοίγω=ανοίγω διάπλατα.

Σάσεις= Φτιάξεις. Από το ισιάζω.

Κούμος= Κοτέτσι. Πιθανόν από το κομέω=φροντίζω.

Όρνιθες= Κότες. Από το όρνις.

Άφτω= Ανάβω φωτιά. Από το άπτω.

Παραστιά=Εστία, τζάκι. Από το παρά+εστία.

Χοχλιούς= Σαλιγκάρια. Από το κοχλίες.

Τσικουδιά= Ρακή. Από το κοκκίον (κοκκίον-κοκκίδι-κίκουδο-τσίκουδο).

Γλακάς= Τρέχεις. Από το εκ+λακώ.

Λαλείς= Εδώ με οδηγείς σαν το ζώο. Από το λαλώ με την ίδια έννοια.

Παράορος= Παλαβός. Από το δωρικό παρήορος.

Αλισάχνη= Πολύ αλμυρό. Από αλός+άχνη (Ομηρικό η άχνη της θάλασσας).

Λειξίδια= Λειχουδιές. Από το λείχω=γλύφω.

Αφορούμαι= Υποψιάζομαι. Από το αφορώ.



Λουκαδάκης Νίκος

Ο Δαφνιανός”

niloukadakis@yahoo.gr















Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΣΙΟΡ ΤΖΑΝΑΚΗ

ΤΣΗ ΚΟΝΤΟΛΕΝΙΑΣ

Ο ΚΑΤΗΣ ΤΗΣ ΑΘΟΥΣΑΣ

Ο ΞΕΣΗΚΩΜΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΤΟ 1821 ΣΤΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ

ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΞΟΜΠΛΙΑ ΣΤΟ ΦΑΝΤΟ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Η ΠΕΡΑΣΑ ΤΟΥ ΦΑΡΑΓΓΑ