Ο ΡΟΥΚΟΥΝΑΣ ΤΟΥ ΣΠΙΘΙΟΥ
Ο Ρούκουνας του σπιθιού
Ο «Ρούκουνας» του σπιθιού. Φωτογραφία Nelly’s, Μεσαρά 1939
Στο πρώτο γύρισμα τσ’ αυγής που τα πουλιά ξυπνούνε
κι όλα τση νύχτας τα μιαρά σέρνουνται να χωστούνε,
την ώρα που η χαραυγή σμίγει με το σκοτίδι
κι ο ήλιος καληνώρισμα εις το φεγγάρι δίδει,
σηκώνετ’ απ’ την κλίνη τζη ονειροζαλισμένη,
με μισερά τα μέλη τζη και την καρδιά καημένη.
Σιμώνει μ’ αναφιλητά μπρος στο εικονοστάσι,
μες στο καντήλι τ’ άσβηστο λάδι και δάκρυα στάσει,
σταυροκοπιέται ταπεινά, την κεφαλή τζη γέρνει,
τση Παναγιάς παράκληση γονατιστή ντακέρνει:
«Παρθένα Παναγία μου, γλυκύτατη Μητέρα
που κρέμουντ’ οι ελπίδες μου ‘πό τη δική σου χέρα,
ζάλο δεν κάνω δίχως σου κι ανασεμιά δεν παίρνω
με το κουράγιο σου βαστώ τα βάσανα που σέρνω.
Υπεραγία Δέσποινα, την προσευχή μου γροίκα
που ‘μαι εικοσιδυό χρονώ κι έχω τον πόνο προίκα.
Πάρε υπό τη σκέπη σου τα δυο μου κοπελάκια,
τον άντρα μου στη ξενιθιά που γεύγεται φαρμάκια
κι εμένα δως μου μπόρεση τα βάρη να σηκώσω,
φώτιση ίντα να γενώ κι ίντα βουλή να δώσω».
Ξανασταυροκοπήθηκε, τα μάθια ‘ποσφονιάζει,
τα στέφανα τζη στο καρφί θωρεί κι αναστενάζει,
λογιάζει με παράπονο τα πάθη του κορμιού τζη,
ήπλεκε τα σγουρά μαλλιά κι ήλεγε τ’ απατού τζη:
«Βάστα δα κακομοίρα μου και γοργοξημερώνει,
καινούργιες λήτες διάζεται η μοίρα στο στημόνι.
Βάστα να στέσεις το φαΐ και να φινοκαλίσεις,
τσ’ αγγέλους σου που κείτουνται να τσοι γλυκοξυπνήσεις,
να σηκωθούν, να ‘ποσαστούν, το γάλα ντως να πιούνε
και να τα πέψεις στο σκολειό αθρώποι να γενούνε.
Να γείρεις στο μιτάτο σας, ν’ αρμέξεις, να ταΐσεις,
να πιάσεις τα χρειασίδια σου και να τυροκομήσεις,
να μεταδέσεις τσ’ αελιές, τσι αίγες να τζενώσεις,
του μουλαριού κρυγιό νερό, καθάριο να του δώσεις
κι ύστερα στο περβόλι σας με βιάση να κατέβεις,
χόρτα, χοχλιούς, περβολικά να σκύφτεις, να γυρεύεις,
να ‘σογεμώσεις την ποδιά, στο σπίτι να γιαγείρεις,
να ‘ποτελειώσεις το φαΐ, τσ’ αυλές να παρασύρεις.
Μπόλικο στο τσικάλι σου νερό να καλοβράσεις
και με τον άθο ασπρόρουχα να ‘μορφομπουγαδιάσεις.
Να πιάσεις το στεγνό μαλλί, το ξάσιμο ν’ αρχίξεις,
να βρεις κουράγιο τσοι καημούς να γλυκοτραγουδήξεις.
Μα να ‘χεις και τα μέντε σου ό,τι κακό κι αν γίνει
το νάμι σου αντρόπιαστο στα διάπαντα να μείνει,
να ‘χεις τα μάθια χαμηλά τη στράτα όντε διαβαίνεις
και το κεφάλι σου ψηλά στο σπίτι σαν θα μπαίνεις.
Από κιανένα συντρομή ποτέ να μην ζητήσεις
κι ομπρός στσ’ αθρώπους πρόσεχε να μην βαρυγκομήσεις.
Βάστα, κι όλα τα βάσανα θα τα ‘χεις ξεχασμένα
όντε θα ‘ρθει με το καλό ο άντρας σου απ’ τα ξένα.
Βάστα δα κακομοίρα μου και γοργοξημερώνει...
Λουκαδάκης Νίκος
“ Ο Δαφνιανός”
niloukadakis@yahoo.gr
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου