ΛΕΥΚΟΝΤΥΜΜΕΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
ΛΕΥΚΟΝΤΥΜΜΕΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
Όσες φορές και να βρεθεί κανείς στην αγκαλιά της Κρητικής φύσης ποτέ
δεν θα βρει ένα τόπο να μοιάζει με τον άλλο. Κάθε φορά θα ανακαλύπτει και κάτι
καινούργιο σε μέρη που θαρρεί πως τα ‘χει χιλιοϊδωμένα. Μονάχα δυο εικόνες
ίδιες θα συναντήσεις όπου κι αν σε βγάλουν τα ευωδιαστά, κακοτράχαλα μονοπάτια
τούτου του τόπου, το γαλάζιο του ουρανού που σμίγει με το μπλε του πελάγου και
τα λευκοντυμένα, ερημικά ξωκκλήσια. Σαν τα αγριολούλουδα που φυτρώνουν σε
απόκρημνα φρούδια, σε κάμπους, στις κορφές των βουνών, ακόμα και στις
θαλασσόβρεχτες αμμουδιές, έτσι και τα ξωκκλήσια βρίσκονται παντού, όπου υπάρχει
ανθρώπινο χνάρι, όπου μπορεί να φτάσει το ακούραστο χέρι της πίστης.
Τα καταφύγια αυτά της ψυχής, που τα γεννά πότε η ανάγκη και πότε η
ευγνωμοσύνη, είναι τόσο πολύ ενσωματωμένα στο φυσικό τοπίο που μας φαίνεται
παράταιρο και μας ξενίζει όταν η ματιά μας, στα μεγάλα ή στα μικρά της ταξίδια,
δεν συναντά έστω κι ένα μικρό, ταπεινό εκκλησάκι. Πόσα βάρβαρα χέρια δεν τα
γκρέμισαν, δεν τα έκαψαν και πόσες φορές δεν χτίστηκαν πάλι με βαθύτερα και
καλύτερα θεμέλια. Πόσοι χρόνοι διαβάτες δεν κάθισαν να ξαποστάσουν στα πέτρινα,
χορταριασμένα πεζούλια τους. Πόσα πουλιά κυνηγημένα δεν κρύφτηκαν σε αυτές τις
λησμονημένες φωλιές του θεού.
Η ξερολιθιά άγρυπνος, ακλόνητος φρουρός τα αγκαλιάζει. Ο γέρο-βοριάς
χτυπά τη μικρή τους καμπάνα μανισμένος. Ο Βυζαντινός αετός απλώνει τα φτερά του
στα δυο κλειστά πορτόφυλλα. Μέσα, το κερί της ελπίδας κάθε βράδυ λειώνει
σιγά-σιγά και σβήνει, μα την αυγή ξαναγεννάται και το ανάβει η πρώτη αχτίδα του
ήλιου. Το ξομπλιαστό ψαλτήρι βαστά πάντα ορθάνοιχτη την ωκτάηχο για να
διαβάσουν τα ιερά λόγια οι τέσσερις ρασοφόροι ανέμοι. Οι άγιοι στους τοίχους,
πότε κουρελήδες αγριόθωροι και πότε ντυμένοι με την πορφύρα, διώχνουν με το
αυστηρό τους βλέμμα την πυκνή αφούρα της απελπισίας που τρυπώνει από παντού. Το
καντήλι που κρέμεται από το ράμφος ενός λευκού περιστεριού, ανάβει αιώνια
μοναχά με δυο σταγόνες πίστη, και μέσα στο Ιερό, πάνω σε πανάρχαια, πελεκημένη
πέτρα, στέκεται ορθό το άγιο δισκοπότηρο γεμάτο με το πικρό νάμα της ψυχής, τα
δάκρυα.
Εκείνη την ώρα τρίζει η ξύλινη πόρτα, ανοίγει και μπαίνει μέσα μια χλωμή
ανθρώπινη φιγούρα, μαντηλοδεμένη, με θολά μάτια και κιτρινισμένα χείλη. Όλα
σωπαίνουν, όλα μένουν ακίνητα. Μόνο τα μάτια στις εικόνες την ακολουθούν που
προχωρά και στέκεται μπροστά στην Παναγία. Κάνει τον σταυρό της, προσκυνά και
με λυγμούς προσεύχεται. Σαν γυρίζει
την πλάτη της να φύγει, η Παναγιά απλώνει το χέρι της λυπημένη κι ο Παντοκράτορας
στην παλιά τοιχογραφία της οροφής χαμηλώνει τα μάτια του με σεβασμό μπρος στο
ιερότερο των ιερών, τον ανθρώπινο πόνο.
Όταν βρεθείς στη φύση, έστω και για λίγο και πάρεις δύναμη από την ηρεμία πού σού προσφέρει, γυρίζεις στο σπίτι σού άλλος άνθρωπος!! Μπράβο φίλε μου!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή