ΛΕΞΕΙΣ ΧΩΣΜΕΝΕΣ ΣΤ' ΑΠΑΝΕΜΙΔΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
29/12/24
ΣΤΑ ΧΝΑΡΙΑ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ
Λέξεις χωσμένες στ’ απανεμίδια του χρόνου
Στις συχνές βόλτες μου στ’ ανταρτοπάτητα όρη της Κρήτης, έκεια που μάχουνται αιώνια ο βοράς με τον νότο, ρέγομαι όταν παντίχνω μικιά χωριά, σκαλωμένα σε φρούδια ή χωσμένα στ’ απανεμίδια του βουνού, και ξωμένει έκεια ο νους μου για καιρό. Ζυγώνω στα χαλάσματα των σπιθιών και στα βαριά πελέκια που στέκουν ορθά ακόμα, σημάδια που έχουν αφήσει τα δάκρυα, οι στεναγμοί και οι χαρές των περασμένων γενεών. Ζυγώνω γερόντους στις στράτες και στα παλαιινά ντουκιάνια, να μιλήσω μαζί τους, ν’ ακούσω ιστορίες, πάθη κι αμαρτίες των ανθρώπων, ν’ ακούσω τη λαλιά μου αμάλαγη, δίχως ξόμπλια και φθιασίδια.
Οι γερόντοι αυτοί, με τις νυχιές του χρόνου και της μοίρας χαραγμένες βαθιά στο πρόσωπό τους, δεν καθίσανε στα σχολικά θρανία, παρά μονάχα λίγες μέρες. Πότε η λυσσασμένη ανάγκη που σκλήριζε στ’ αυτιά τους, πότε η μαυροφορεμένη μάνα που τους έσερνε απ’ το χέρι να βγουν μαζί στα πλάγια και στις κορφές του κάματου, ποτέ δεν ξεφύλλισαν βιβλία. Σαν ανοίγουνε όμως το στόμα, σαν φανεί το πικραμένο τους χαμόγελο, ακούς λέξεις που, σχεδόν ίδιες, τις μιλούσαν πριν χιλιάδες χρόνια. Δίχως να το κατέχουν, βγαίνουν απ’ τα χείλη τους κουβέντες που τις έγραψαν στα αθάνατα έργα τους ο Όμηρος, ο Ησίοδος, ο Πλάτωνας.
Το χωριό Εθιά, χωσμένο στ’ απανεμίδια του χρόνου και των Αστερουσίων. Εκεί που η λαλιά μας είναι ακόμα αμάλαγη.
Θ’ ακούσεις λοιπόν:
-Μα ίντα δα λογάται πως τονε βαβαλίζεις ολόκληρο τσούμαρο μπλιο.
Βαβαλίζω= κοιμίζω, νανουρίζω, μεταφορικά, παραχαϊδεύω. Μεσαιωνική λέξη βαβάλιον=κούνια. Η λέξη υπάρχει και στην Ήπειρο, Κάρπαθο, Νίσυρο, Ρόδο, Κύπρο, Ικαρία, Σύμη. Η ρίζα της είναι το αρχαίο βαυβάω-βαυβαλίζω=κοιμάμαι, κοιμίζω.
-Ε, γιάε, ήστρωσά σου να θέσεις στον οντά.
Θέτω=ξαπλώνω, τοποθετώ τον εαυτό μου σε θέση ύπνου. Από το αρχαίο έθεσα, αόριστο του ρήματος τίθημι=βάζω, τοποθετώ.
-Ώ χαρώ τονε πως τονε ρέγομαι τον χόντρο. Στένου να θρουλίσω μέσα και μια ολιά κρίθινο.
Θρουλίζω (θρουλί)=θρυμματίζω, κομματιάζω. Ομηρική λέξη, θρυλίσσω, με την ίδια έννοια (...θρυλίχθη δε μέτωπον...Ιλιάδα Ψ. 396).
-Μα για δε πας να κοιμηθείς, αφού σε θωρώ πως καμνείς.
Καμνώ ή καμνυώ=κλείνω τα μάτια. Από το αρχαίο καμμύω, με την ίδια έννοια. Από το αρχαίο επίσης καταμύω προέρχεται και το κατουμίζω που έχει σχεδόν την ίδια έννοια. Η λέξη υπάρχει σε πολλές ελληνικές διαλέκτους.
-Βάλε μου δα να φάω δα μπλιο, γιατί λιμάσσω.
Λιμάσσω=βασανίζομαι από την πείνα. Προέρχεται από το αρχαίο λιμώσσω με ρίζα τη λέξη λιμός.
-Νυμάτισε μπρε το παντέρμο χτήμα να φτάξομε μπλιο στο χωριό.
Νυματώ=τρυπώ με το κεντρί, τσιμπώ. Μεταφορικά βάζω λόγια, πειράζω. Από το αρχαίο νύττω ή νύσσω=τρυπώ με αιχμηρό αντικείμενο, τσιμπώ, τρυπώ, κεντρίζω.
Η λαλιά μας δεν είναι δημιούργημα μόνο των σοφών και των λόγιων ανά τους αιώνες. Κυρίως ο απλός λαός την έχει καλλιεργήσει. Ο αγρότης, ο βοσκός, ο μελισσοκόμος, η γυναίκα στον αργαλειό και στην κουζίνα. Απ’ αυτούς την πήραν οι ποιητές, οι λογοτέχνες, οι μελετητές. Σ’ αυτούς πρέπει να την αναζητήσουμε κι εμείς γιατί μονάχα στα χέρια τους ανθεί και καρπίζει.
Λουκαδάκης Νίκος
“ Ο Δαφνιανός”
niloukadakis@yahoo.gr
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου