ΣΤΗ ΣΤΡΑΤΑ ΤΟΥ "ΣΑΦΙ"
ΣΤΑ ΧΝΑΡΙΑ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ
Στη στράτα του «σαφί»
Ζάλο-ζάλο κλουθώ τα χνάρια των λέξεων με μεγάλη λαχτάρα κι ας μην ξέρω πού θα με βγάλει το επόμενο μονοπάτι που θα διαλέξω. Σε τι τόπους θα βρεθώ, σε τι καιρούς. Τι θα γευτώ, τι θα μυρίσω. Τι θα δουν τα μάθια μου, τι θ’ ακούσουν τ’ αυτιά μου. Όλες οι αισθήσεις μού χτυπούν τη ράχη χαρούμενες, έτοιμες να δεχτούν ό,τι τις περιμένει, σαν κινώ να σαλέψω σε μια καινούργια στράτα των λέξεων.
Το εξώφυλλο του βιβλίου «ΣΥΛΛΟΓΗ ΑΠΟ ΚΡΗΣΣΕΣ ΛΕΞΕΙΣ»
του Ματθαίου Τσιριμονάκη
Δεν είναι όμως λίγες οι φορές που τα μονοπάτια των λαών και των χρόνων περιπλέκονται, οι λέξεις γίνονται λαβύρινθος και μέχρι να μας λυπηθεί η Αριάδνη, γυρίζουμε στα ίδια σημεία, δίχως να βρίσκουμε την έξοδο. Πολλοί βέβαια, πάνω στην απελπισία τους, ανοίγουν δικές τους εξόδους και δίνουν δικές τους «λύσεις» στις λέξεις αυτές. Εμένα τα ζάλα μου είναι αλαφρά. Προτιμώ να γυρίζω αιώνια μέσα στον λαβύρινθο, μέχρι να βρω και να κλουθήσω το χρυσούφαντο μίτο της ετυμολόγησης.
Μία από αυτές τις λέξεις που με τυραννούνε καιρό τώρα, είναι η λέξη σαφί. Ένα από τα παράξενα επιρρήματα, όπως έχουν χαρακτηριστεί, της Κρήτης (χάμαι, ντελόγο, μπλιο, γοργό, κοντό και άλλα), που χρησιμοποιείται ακόμα, και στον καθημερινό λόγο και στη λογοτεχνία του τόπου μας (ποίηση και λογοτεχνία στην κρητική διάλεκτο). Ομολογώ πως κι εγώ της έχω αδυναμία, γιατί «γαργαλεί» τη γλώσσα και τον νου μου όταν την χρησιμοποιώ. Ας δούμε λοιπόν σε τι στράτες θα μας βγάλει τούτη η πολύπαθη λέξη.
Η λέξη σαφί σημαίνει, συχνά, πάντα, συνέχεια (σαφί σε ταραχτά με βάνεις), όμως σύμφωνα με κάποιους λεξικογράφους έχει κι άλλες έννοιες. Ο Βασίλης Ορφανός στο βιβλίο του: « ΤΟΥΡΚΙΚΑ ΔΑΝΕΙΑ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ», αναφέρει εκτός απ’ την έννοια, συχνά, πάντα, και την έννοια μόνο: «σήμερο στην εκκλησά δεν ήτονε κιανένας άντρας, σαφί (μόνο) γυναίκες ήτανε». Επίσης ο Ματθαίος Τσιριμονάκης στο βιβλίο: «ΣΥΛΛΟΓΗ ΑΠΟ ΚΡΗΣΣΕΣ ΛΕΞΕΙΣ», αναφέρει άλλες δύο έννοιες: Σαφή(ι)ς= καθαρά, γνήσια «σαφής (γνήσιους) Μανιάταις άντρες αρματώνει», και την έννοια, όλοι γενικά, «για δες τους τους σκυλάφεδους, σαφί (όλοι) με το σπαθί ‘ναι».
Για την ετυμολόγηση της λέξης, η μόνη προέλευση που καταγράφεται είναι το τούρκικο safi, που σημαίνει καθαρός, αγνός. Υπάρχει σαν λέξη σε όλες τις αραβικές γλώσσες και μάλιστα τη βρίσκουμε και ως ανδρικό επώνυμο στην Παλαιστίνη, Συρία και Λίβανο. Τη λέξη σαφί την βρίσκουμε και στη Θράκη και στην ποντιακή διάλεκτο με την ίδια έννοια (καθαρός, αγνός), όπως την συναντούμε και στην Κρήτη, στο περίφημο Ημερολόγιο Κοζύρη (Ημερολόγιο Κοζύρη 1831-1845 σελίδα 349): «Εβάναμε τζ’ ελιές στα βαρέλια...σαν εβγάλαμε τη [ν]τάρα τως...έμειναν οι ελιές σαφί (καθαρές) οκάδες 6369,100...».
Φτάνοντας λοιπόν στη συγκεκριμένη ετυμολόγηση, εύλογα γεννάται το ερώτημα, πώς από την έννοια, καθαρός, αγνός, προέκυψε η έννοια, συνέχεια, διαρκώς; Εκεί ακριβώς ξεκινά και μπερδεύει η διαδρομή, πυκνώνει ο λαβύρινθος κι αρχίζουν οι υποθέσεις. Εκεί σταματώ κι εγώ, ώσπου κάποιος να βρει την άκρη του νήματος, για να κλουθήσω οπίσω του.
Λουκαδάκης Νίκος
“ Ο Δαφνιανός”
niloukadakis@yahoo.gr
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου