ΔΑΜΑΚΙ-ΜΑΚΙ
ΣΤΑ ΧΝΑΡΙΑ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ
Δαμάκι-Μάκι
Σαν το μικιό κοπέλι χαίρομαι και πεταρίζει η καρδιά μου όταν, διαβάζοντας κάποιο βιβλίο, πεταχτεί ομπρός μου μια λέξη και κινήσει το ταξίδι, σαν ανεμοσάλευτο σκαρί, στη φουρτουνιασμένη θάλασσα του νου μου. Τα αθάνατα κρητικά λογοτεχνικά έργα του μεσαίωνα, ρίμες, μαντινάδες παλιές και νέες, κρητικά διηγήματα, αρθρογραφία, μελέτες της γλώσσας και λεξικά, όλα τα ‘χω πια συντρόφους πιστούς στα δειλά μου ζάλα, κλουθώντας τα χνάρια των λέξεων. Μα η λαλιά μου είναι ολοζώντανη και δεν μπορείς να την κλείσεις για πάντα στο χαρτί. Βρίσκει τρόπους, ξεγλυστρά και μπαίνει στα στόματα των ανθρώπων που με περηφάνια μιλούν την γλώσσα των γονέων τους.
Το εξαιρετικό λεξικό του Αντώνη Τσιριγωτάκη, το πρώτο μου σκαρί στα μακρινά μου ταξίδια στη θάλασσα της λαλιάς μας.
Μια τέτοια λέξη ξεπετάχτηκε ομπρός μου, μια λέξη που εθάρρουνα πως υπήρχε πια μόνο στα βιβλία μα έκαμα πάλι λάθος. Ένα φίλο καλό έσμιξα πριν καιρό, τον Παναγιώτη τον Τερζάκη, που γεννήθηκε και ανεθράφηκε στο Ροτάσι της Μεσαράς και στη κουβέντα απάνω μου λέει: «Νικολή να πεις στην κερά σου, όντε θα -ν- έρθει έπαε, να πάει στ’ αμπέλι-κατέχει αυτή-να μαζώξει μάκια φύλλα να κάμει ντολμάδες, απου ‘ναι εδά σαν το τρύφος». Άκουσα τη λέξη «μάκια» κι επειδή ο Παναγιώτης μιλά τη γνήσια Μεσαρίτικη λαλιά, τονε ρώτησε ίντα σημαίνει: «Μάνα μου Νικολή πως δε κατέχεις το μάκια! Λίγα, μερικά σημαίνει». Αργότερα έπιασα τα καταπληκτικά, κρητικά διηγήματα του Παναγιώτη και διάβασα στο «Λιομάζωμα»: «...Εσηκώθηκε κι ο κύρης και ζέφνει το ζευγάρι. Εδειάζαμε ‘κεινά τη μέρα το λιόφυτο και ήθελε να σπείρει στσ’ αναμεσάδες αρακά. Έμου καλό κάνει στσ’ ελιές, έμου θα βγάλει μάκια γομάρια σανό για τα οζά...».
Όπως πάντα, όταν μια λέξη μου ξεγαργαλά τον νου, ανοίγω το εξαιρετικό λεξικό του Αντώνη Τσιριγωτάκη «Κρητών Διάλεκτος. Γνήσιο Ιδιωματικό Λεξικό», έψαξα τη λέξη και στο λήμμα της έγραφε: μάκι [<δαμάκι επίθ. δαμινός=μικρός, λίγος] λιγάκι, για λίγη ώρα (μαντινάδα):
Εδά ‘ρθε ήλιος κι έδωκε και μένα στη’ ν-αυλή μου
και δα πορίσω να λιαστεί μάκι ώρα το κορμί μου.
Η μαντινάδα ελέχθη το 1947, ο ήλιος σημαίνει τη χαρά λόγω γάμου που πρόλαβε να κάνει ο ριμαδόρος στο τρίτο παιδί αφού προηγήθηκαν δυο θάνατοι των άλλων παιδιών του (Ιωάννης Π. Λουλάκης, Εθιά Μονοφατσίου-υπογραφή...αγράμματος!).
Δαμάκι! Αμέσως μου ήρθαν στον νου οι αθάνατοι στίχοι του Κορνάρου:
...Το στήθος του εξαρμάτωσα και μια πληγή του βρίσκω
δαμάκι-ν αποκατωθιό από τον ουρανίσκο…
Μα και της «Βοσκοπούλας»:
...Είχε και ξυδωτό κρασί δαμάκι
σ’ ένα μικρό και πλουμιστό φλασκάκι…
Η λέξη δαμάκι έχει ρίζα το αρχαίο δαγμίον υποκοριστικό του δαγμός ή αδαγμός= δάγκωμα. Η αρχική έννοια της ήταν μπουκιά, δαγκωματιά. Στον μεσαίωνα το δαγμίον έγινε δαμίν=λίγο, λιγάκι με την κατάληξη-άκιν (δαμίν-δαμάκιν), όπως ακριβώς τη βρίσκουμε στους μεγάλους Κρήτες ποιητές της εποχής. Η μπεγεντισμένη λοιπόν τούτη λέξη δεν επόμεινε στο χαρτί, μόνο την πήρε ο σοφός μας λαός, την έφερε στα μέτρα του και σήμερα το δαμάκι έγινε μάκι.
Πώς να μην την ρέγεσαι τούτη τη λαλιά, πώς να μην θες να τη μιλείς μέχρι να μην έχεις άλλη ανάσα.
Λουκαδάκης Νίκος
“ Ο Δαφνιανός”
niloukadakis@yahoo.gr
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου