Τ' ΑΣΜΑΤΑ ΤΣ' ΑΓΑΠΗΣ

 


ΚΡΗΤΙΚΑ ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

Τ’ άσματα τσ’ αγάπης


Περιδιαβαίνοντας τις στράτες των Κρητικών δημοτικών τραγουδιών, βρέθηκα σε σοκάκι ανθοστόλιστο και μπεγεντισμένο. Στο σοκάκι που άγουροι ντελικανήδες και στεγνά αντράκια κατάλιωναν την καλίκωσή τους . Έκεια που τα τραγούδια τους σοφιλιάζανε με τους στεναγμούς τους. Στο σοκάκι τσ’ αγάπης:

 

Το πεθύμιο


Να ‘χεν η γης πατήματα κι ο ουρανός κερκέλια

να πάθιουν τα πατήματα να ‘πιανα τα κερκέλια.

Ν’ ανέβαινα στον ουρανό να διπλωθώ να κάτσω,

να παίξω σείσμα τ’ ουρανού, να βγάλει μαύρα νέφη,

να βρέξει χιόνι και νερό κι ατίμητο χρουσάφι,

το χιόν’ να βρέχει στα βουνά και το νερό στσοι κάμπους,

στην πόρτα τση πολυαγαπώς τ’ ατίμητο χρουσάφι.

Η επονομαζόμενη «Μόνα Λίζα της Κρήτης», Ρουμπίνη Νικολακάκη (Nellys 1939). Πόσα άσματα τσ’ αγάπης άραγε έχουν γραφτεί για αυτή την ομορφιά.

 

 

 

Τα τραγούδια ετούτα βγάνουνε μυρωδιές ‘ποξεχασμένες. Τη μυρωδιά της αγνότητας, της ξεγνοιασιάς, της καθάριας μαθιάς και της χαμένης αθωότητας. Θωρείς όμως μέσα τους και αλήθειες που σήμερα μοιάζουνε τόσο μακρινές, που όσο κι αν απλώσεις το χέρι σου, δεν μπορείς να τις αγγίξεις:

 

Η μαθήτρια ερωτευμένη


Μάνα λούγε με, μάνα μου χτένιζε με,

μάνα στο σκολειό, μάνα μου μη με πέμπεις

κι άρχοντες περνούν, πεζοί και καβαλάροι,

μα ένας νιος καλός, καλός και διωματάρης,

μου παιζογελά και κάνει μου το νάτο (ερωτικό νεύμα)

μάνα αν τον δεις να του ζηλέψει θέλεις.

 

Άλλες εποχές φανερώνονται μέσα από τούτα τα άσματα, άλλες συνήθειες, άλλες αξίες. Διαβάζοντάς τα, ξεπροβάλουν ομπρός στα μάθια μου εικόνες που υπάρχουν πια μόνο στα όνειρα γερόντων και γράδων, που βαστούν το μερακλίκι αλαφροκοιμισμένο βαθιά μέσα τους:

 

Ο ερωτευμένος και η ξαθή


Πέτε μου πώς να διανεφτώ, πέτε μου πώς να κάμω,

για μια ξαθή την αγαπώ κι εκείνη δε με θέλει.

Λέσι μου «πιάσε το χορό και χόρευε γεμάτα

κι η κόρη θέλει σε ρεχτεί.

 

Ποιος κατέχει πια να διαβάζει τα κρυφά μηνύματα των τραγουδιών αυτών; Ποιος γροικά τις αμάλαγες καρδιές των κοριτσιών, που χτυπούν δυνατά, στριμωγμένες ανάμεσα στις λέξεις; Ποιος φρουκάται τις προσευχές τους, πίσω απ’ τους σφιχτούς στίχους, ως νημένουν τον έρωτα να διαβεί καβαλάρης;

 

Το πεθύμιο τσ’ απάντρευτης


Θε μου μεγαλοδύναμε πέψε μου πλούσιον άντρα,

να ‘χει ζευγάρια δώδεκα, κουράδια δεκατρία,

να ‘χει και μελισσόκηπο με τσοι μελισσολόγους,

να ‘χει και σταροσίκαλι παλιά, καινούργια μέσα.

Μόνο λιναρομπάμπακα ο θιος να μη τα πέψει,

για να ‘χω χέρια απαλά, κορμί μαλαματένιο

και να ‘χω μπέτη όμορφο.

 

Αφήνοντας πίσω μου τούτη τη στράτα των ασμάτων τσ’ αγάπης, μου μένει μια γλυκόπικρη γεύση αναπόλησης στα χείλη και μια παραπόνεση ως τη θωρώ σιγά-σιγά να μαραζώνει στα σκληρά χέρια του χρόνου:

 

Το παράπονο του γιου προς τη μάνα


Μάνα παραπονούμε σου γιάντα δε με παντρεύγεις

-Γιε μου και ποιαν αμπόλιασες κι εγώ θα σου τη πάρω.

-Πάρε μου μάνα τη ξαθή, μάνα τη μαυρομάτα,

μάνα τη γαϊτανόφρυδη, την αλυσσοπλεμμένη,

την είδα οψές στον ποταμό, την είδα οψές στη βρύση

κι έλαμπαν τα δαχτύλια τση κι αστράφτανε τ’ αμάθια

κι είδα τον άσπρο τση λαιμό.

 

 

 

(Τα δημοτικά μας τραγούδια με τα πλάγια γράμματα βρίσκονται στο βιβλίο: «ΠΛΗΡΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗ ΔΗΜΟΔΩΝ ΑΣΜΑΤΩΝ» του Αρ. Κριάρη που έχει εκδοθεί το 1920)

 

 

Λουκαδάκης Νίκος

“ Ο Δαφνιανός”

niloukadakis@yahoo.gr

 

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΣΙΟΡ ΤΖΑΝΑΚΗ

ΤΣΗ ΚΟΝΤΟΛΕΝΙΑΣ

Ο ΚΑΤΗΣ ΤΗΣ ΑΘΟΥΣΑΣ

Ο ΞΕΣΗΚΩΜΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΤΟ 1821 ΣΤΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ

ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΞΟΜΠΛΙΑ ΣΤΟ ΦΑΝΤΟ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Η ΠΕΡΑΣΑ ΤΟΥ ΦΑΡΑΓΓΑ