ΣΑΛΕΥΩ-ΓΛΑΚΩ-ΤΖΙΡΙΤΩ

 

ΣΤΑ ΧΝΑΡΙΑ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ

Σαλεύω, γλακώ, τζιριτώ

Του Μάη η πολύχρωμη φορεσιά με θάμπωσε πάλι. Στο μάλε βράσε της η άνοιξη, βιάζεται να καρπίσει μην την προλάβει ο ξεμπέτωτος Πρωτοούλης και την τσουδίσει. Αρνιούνται μπλιο τα παραθύρια μου να σφαλίξουνε κι οι ξεμαργωμένες κουρτίνες μου ανεμίζουν λεύτερες. Πώς να με βαστάξουν φυλακισμένο οι τέσσερις τοίχοι της θλίψης, πώς να αρνηθώ την ευωδιαστή αγκαλιά που μ’ ανημένει ολόδροση. Φορώ τα στιβάνια μου, παίρνω τη βέργα μου και σαλεύω ανέγνοιος….

 

….Φορώ τα στιβάνια μου, παίρνω τη βέργα μου και σαλεύω ανέγνοιος… (Φωτογραφία Ευαγγελία Κουκάκη)

 

Σαλεύω: Η λέξη αυτή που έχει την έννοια του περπατώ, αλλά και του ανακινώ, ανακατεύω, προέρχεται από το αρχαίο σάλος, που σήμαινε θαλασσοταραχή, τρικυμία. Η αρχική έννοια της λέξης σαλεύω ήταν κινούμαι εδώ κι εκεί ασταθώς και χρησιμοποιούνταν κυρίως για πλοίο σε ταραγμένη θάλασσα. Αργότερα πήρε την έννοια του κινούμαι, ταλαντεύομαι, αλλάζω θέση. Από αυτή την έννοια προέρχεται και η λέξη ζάλο= βήμα (σάλο-ς> ζάλο), όπως και το σάλαγο= θόρυβος από ποδοβολητό. Από την αρχική έννοια της λέξης σάλος ως ταραχή, σύγχυση προέρχεται και το σαλός-σαλεμένος= τρελαμένος (αυτός που έχει ταραγμένο νου).

 

…Γεμίσανε τα μάθια μου ουρανό και θάλασσα, γεμίσανε τα πνευμόνια μου αρίγανη και θυμάρι. Το γέλιο ξεχειλίζει απ’ τα χείλη μου κι ο στεναγμός χώνεται στο πιο βαθύ κελί τση ψυχής μου. Πρέπει να προλάβω να χορτάσω την άνοιξη πριν λαργάρει πάλι. Ανοίγω το ζάλο μου και κουλουμουντρίζει η καρδιά μου. Κοπέλι εξαναγίνηκα. Γλακώ στ’ ανεβολέματα κι ατζιριτώ στο χύμα.

 

Γλακώ: Η λέξη αυτή είναι μεσαιωνική Ελληνική και σημαίνει τρέχω, φεύγω τρέχοντας (αγλάκι, αγλακηχτό, αγλακηχτής). Προέρχεται από το αρχαιοελληνικό εκ-λακώ (εκ-λακώ> γ-λακώ). Η λέξη λακώ, αρχικά είχε την έννοια του σκάω, διαρρηγνύομαι, σκίζομαι και συχνά χρησιμοποιούνταν με τη σημασία του σκάω από το πολύ φαγητό (Φιλαγέλων 176: ούτος ει μη εκλύσθη, ελάκησεν αν= αν δεν του γίνει κλύσμα θα σκάσει). Η μεταβολή της λέξης σκάω-διαρρηγνύομαι σε φεύγω, τρέπομαι σε φυγή, έγινε αργότερα, όπως ακριβώς έγινε και στο ρήμα σκά(ζ)ω (λέμε, το σκάω, το έσκασε). Από την ίδια ρίζα έχουμε και τη λέξη λάκισα- λακίζω= το βάζω στα πόδια.

 


Παπά-Τζιρίτης (Ευάρεστος Ταμιωλάκης 1852-1937). Πηγή φωτογραφίας: διαδίκτυο.

 

 

Τζιριτώ: Η ακριβής έννοια της λέξης είναι τρέχω ολοταχώς, τροχάδην (τζιρίτι, ατζιρίτι, τζιριτιχτής, τζιριτέρνω). Η λέξη είναι δάνειο από το Τούρκικο cirit που σημαίνει ακοντισμός, κονταρομαχία αλλά και τρέξιμο. Στο Τουρκο-ελληνικό λεξικό του Ι. Χλωρού η λέξη cirit αναφέρεται ως: « δόρυ άνευ σιδηράς αιχμής, χρησιμεύον εν ιππικής ασκήσεσι και γυμνασίοις». Η σημερινή πλατεία Σινάνη παλαιότερα ονομαζόταν Τσιρίτ Μεϊντάνι (cirit meydani), προφανώς στο σημείο επί Τουρκοκρατίας γινόταν κονταρομαχίες ή ιππικές ασκήσεις. Επίσης η λέξη περιέχεται στο προσωνύμιο του περίφημου παπά-Τζιρίτη (Ευάρεστος Ταμιωλάκης 1852-1937) και όχι δίχως λόγο, αφού ο μυθικός αυτός δρομέας της Κρήτης, όπως έλεγε ο λαός: «έπιανε το λαγό στ’ αγλάκι και τ’ αγρίμι στην ασκελιά».

 

 

Λουκαδάκης Νίκος

“ Ο Δαφνιανός”

niloukadakis@yahoo.gr

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΣΙΟΡ ΤΖΑΝΑΚΗ

ΤΣΗ ΚΟΝΤΟΛΕΝΙΑΣ

Ο ΚΑΤΗΣ ΤΗΣ ΑΘΟΥΣΑΣ

Ο ΞΕΣΗΚΩΜΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΤΟ 1821 ΣΤΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ

ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΞΟΜΠΛΙΑ ΣΤΟ ΦΑΝΤΟ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Η ΠΕΡΑΣΑ ΤΟΥ ΦΑΡΑΓΓΑ