Ο ΝΕΡΑΪΔΟΣΠΗΛΙΟΣ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΘΡΥΛΟΙ ΤΩΝ ΤΟΠΩΝΥΜΙΩΝ
Ο Νεραϊδόσπηλιος
Ερειπωμένο είναι σήμερο το χωριό των Κάτω Αστρακών, μα κάποτε, πριν πατήσουν την Κρήτη οι Τουρκαλάδες, ήτονε μιαν ομορφιά, με τα καλιμεντεμένα κονάκια του και τσι παμπάλαιες εκκλησίες του. Στην κάτω μερά του χωριού, χάσκει το Αστρακιανό φαράγγι, με τσοι 10 μύλους, τα ψηλά δεντρά και τσι πολλές πηγές. Έκεια, στσι Κάτω Αστρακούς, εζούσε ένας νιος, λυράρης καλός, που του ‘ρεσε να χώνεται μες στο φαράγγι, να παίζει τσι κοντυλιές του.
Ο ερειπωμένος ναός του Αγίου Γεωργίου στο εγκαταλελειμμένο χωριό των Κάτω Αστρακών.
Έτσα λοιπόν ένα βράδυ μ’ ολόγιομο φεγγάρι, επήρε τη λύρα του, κατέβηκε στο φαράγγι κι έκατσε σ’ ένα βράχο, έκεια που ο ποταμός μαζώνει πολύ νερό και κάνει σαν τη λίμνη. Άρχιξε να παίζει τη λύρα κι είχε για ζυγιά το κελάρισμα του νερού. Για ώρες ήπαιζε ‘ποξεχασμένος από την ομορφιά του τόπου και περασμένα πια μεσάνυχτα, σαν να γροίκησε τραγούδια από ένα σπήλιο έκεια κοντά.
«Μωρέ, μπας εφαντάχτηκα;» είπε κι αφρουκάστηκε να γροικήσει καλύτερα. Πάλι όμως ήκουσε αχνά- αχνά γλυκές φωνές κι αλαφροπατώντας μπήκε στο σπήλιο. Έκεια αντίκρισε κάτι που λίγοι αθρώποι έχονε ιδωμένο. Τρεις νεράιδες φωτολουσμένες, με ξέμπλεκα μαλλιά κι ανάρια φορέματα, χόρευαν και τραγουδούσαν μες στο σπήλιο. Δίχως να το καλοσκεφτεί ο νιος άρχιξε να παίζει τη λύρα κι οι νεράιδες κλουθούσαν το παίξιμό του. ‘Ποκουζουλαμένος ο λυράρης είχε χάσει τη λαλιά του μα έκεινα την ώρα ελαλήσανε οι πετεινοί κι οι νεράιδες χάθηκαν απ΄ τα μάθια του.
Η «λίμνη» σε κοντινή απόσταση από το Νεραϊδόσπηλιο.
Σαν εγιάγειρε στο σπίτι του δεν μπορούσε να μαϊνάρει τον νου του, εθώριε ομπρός του τη μια νεράιδα, τον είχε σβολωμένο ο έρωτας. Έτσα επήγε σε μια θειά του, γριά κατεχάρισσα, να τηνε ρωτήξει ίντα εμπόριε να κάμει για να κρατήξει τη νεράιδα κοντά του. Αφού του αρμήνεψε η γριά ακριβώς τι να κάμει, ο νιος επήγε πάλι τη νύχτα στο σπήλιο και νήμενε τσι νεράιδες να φανούν. Ήρχηξε λοιπόν τη λύρα και να σου τσι νεράιδες πάλι να χορεύουν. Εκοίταζε ο νιος την αγαπημένη του και η καρδιά του εχτύπα δυνατά.
Η είσοδος του Νεραϊδόσπηλιου.
Λίγο πριν λαλήσουν οι πετεινοί, ορμά ο λυράρης κι αρπάζει τη νεράιδα από τα μαλλιά, όπως του ΄χε αρμηνέψει η γριά. Εσκλήριζε αυτή και τάρασσε μα ο νιος δεν την άφηνε να φύγει, ίσαμε που εξημέρωσε, χάθηκαν οι δυο νεράιδες και η τρίτη πόμεινε στα χέρια του λυράρη που τηνε πήρε στο κονάκι για γυναίκα του.
Ένας χρόνος επέρασε, η νεράιδα έκαμε ένα γιο του λυράρη μα από τη βραδιά που τηνε πήρε από τη σπήλιο, εβουβάθηκε και σαφί ήκλαιγε. Ο νιος την καλόπιανε, την αγρίευε μπας και τσι αλλάξει γνώμη να του μιλήσει, μα πράμα αυτή, ούτε μιλιά δεν έβγανε. Έτσα απελπισμένος επήγε πάλι στη θειά του που του είπε να πυρώσει καλά τον φούρνο και να απειλήσει πως θα πετάξει το κοπέλι ντος μέσα κι αυτή θα φοβηθεί και θα του μιλήσει.
Η νεράιδα «αποτυπωμένη» σε έναν από τους βράχους της περιοχής.
Έτσα εγίνηκε κιόλας. Σαν ήπιασε ο λυράρης κι έκαμε πως θα πετάξει στον πυρωμένο φούρνο το κοπέλι, εφώνιαξε η νεράιδα: «μη σκύλε το κοπέλι μου», ήπιασε το γιο τζη και χαθήκανε για πάντα. Επήγε λέει η δόλια η νεράιδα να βρει τσι αδερφήδες τσι μα αυτές τηνε διώξανε γιατί ήτονε μολεμένη από τον λυράρη. Εστάθηκε λέει η κακομοίρα όξω από το σπήλιο κι ήκλαιγε σάμε που θολώσανε τα νερά του ποταμού. Κιανείς δεν ξαναείδε νεράιδες έκεια, μα ανε μπας κιαμιά φορά μπορεί να δεις τα νερά θολά ακόμα κι ανε φρουκαστείς καλά θα γροικήσεις τα νερά των πηγών που μοιάζουν με κλάμα νεραϊδένιο.
Λουκαδάκης Νίκος
“ Ο Δαφνιανός”
niloukadakis@yahoo.gr
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου