ΛΑΛΙΑ-ΛΑΛΑ-ΛΑΛΩ
ΣΤΑ ΧΝΑΡΙΑ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ
Λαλιά-Λαλά-Λαλώ
Πως ρέγομαι να ‘ποσκιάζω εδώ, κάτω από την πελώρια αγκαλιά τούτου του
αθάνατου δέντρου, τούτης της γλώσσας που πετά ασταμάτητα ολόδροσους αροδαμούς.
Πως ρέγομαι να μυρίζω τους πολύχρωμους ανθούς της, να γεύομαι αχόρταγα τους
νόστιμους καρπούς της. Κάθε κλαδί της που αγγίζει τον ουρανό κουβαλά κι άλλο
καρπό. Κάθε ρίζα που χώνεται στα βάθη του χρόνου αναθρέφει κι άλλο κλαδί. Κάθε
σπιθαμή απ’ το χώμα μας βαστά γερά το δεντρί, κόντρα στις ανεμικές των καιρών.
Μα είναι και κλαδιά που σαν μεγαλώσουν, μπλέκονται μεταξύ τους, μοιάζουν ίδια
και οι καρποί τους έχουν την ίδια νοστιμάδα:
…Και ακαρτέρει
και ακαρτέρει
φιλελεύθερη λαλιά
ένα εκτύπαε τ’
άλλο χέρι
από την
απελπισιά…
(Δ. Σολωμός. Ύμνος εις την
Ελευθερίαν)
Λαλιά, λέξη αγαπημένη των ποιητών
ανά τους αιώνες:
…Κι αν η φωνή
του είναι γλυκιά, μελωδική η λαλιά του
και παίρνουν
αναγάλλιασιν όσοι σταθούν κοντά του…
(Β. Κορνάρος. Ερωτόκριτος)
…Χαίρε με τα λυτά μαλλιά η χρυσίζοντας τον άνεμο,
χαίρε με την
ωραία λαλιά η δαμάζοντας τον
δαίμονα…
(Οδ. Ελύτης. Άξιον
Εστί-Δοξαστικόν)
Λαλιά, λέξη αρχαία (λαλώ) με
ποικίλες σημασίες. Άλλοτε σημαίνει ομιλία, φωνή (μου κόπηκε η λαλιά), άλλοτε
φωνή πτηνού (γλυκόλαλο αηδόνι, λάλησε ο πετεινός) κι άλλοτε σημαίνει γλώσσα ή
διάλεκτος (Κρητική λαλιά). Η πρώτη της σημασία όμως περιείχε και την έννοια της
φλυαρίας:
Οίμ’ ως λάλημα δήλον εκπεφυκός ει= Αλίμονο, πόσο φαίνεσαι φλύαρος απ’ τη φύση σου. (Σοφοκλής.
Αντιγόνη).
…λαλώντας τα πρόβατα… (Φωτογραφία του φίλου
μου και καλλιτέχνη Νίκου Νικολάου)
Από την έννοια της λαλιάς ως φλυαρία, φαίνεται ότι προέρχεται και η
λέξη λαλά= γιαγιά (λαλός-φλύαρος),
πιθανόν γιατί οι γιαγιάδες έλεγαν παραμύθια στα παιδιά και μιλούσαν
ακατάπαυστα. Υπάρχει όμως μια μερίδα μελετητών που υποστηρίζουν ότι η λέξη λαλά
προέρχεται από το Περσοτουρκικό lala= παιδαγωγός. Βέβαια οφείλω
να σημειώσω εδώ ότι τη λέξη τη βρίσκουμε στον Ερωτόκριτο που γράφτηκε πολύ πριν
την Τουρκοκρατία στην Κρήτη:
…Εκάμασι παιδόγγονα κι όλα εγενήκαν
πλούσα
και μάνα και κερά λαλά εγίνη
η Αρετούσα…
Στο τόπο μας όμως το λαλώ έχει και την έννοια του οδηγώ-επιβλέπω κοπάδι
ζώων (έχε τ’ αμέντε σου πως λαλείς
τα οζά μην κάμουνε κιαμιά ζημιά). Η λέξη με την έννοια αυτή δύσκολα μπορεί να
ετυμολογηθεί από το λαλώ= μιλώ, όχι γιατί ο βοσκός δεν μιλάει στα ζώα του όταν
τα οδηγεί, αλλά γιατί το λάλημα χρησιμοποιείται μόνο για συγκεκριμένα ζώα
(πρόβατα, αίγες) και μόνο για το οδηγώ, ενώ για την συγκέντρωση των ζώων
υπάρχουν συγκεκριμένα επιφωνήματα (πούλι-πούλι, τσάκι-τσάκι για τις κότες,
ούτς-ούτς για τους χοίρους), σε αντίθεση με το λάλημα.
Οι μελετητές της γλώσσας μας λοιπόν, για το λάλημα των ζώων συγκλίνουν
στην άποψη ότι προέρχεται από παραφθορά του αρχαίου ελαύνω= κινώ προς τα μπρος, προχωρώ,
μάλιστα στον Όμηρο έχει και τη σημασία του οδηγώ ζώο ή άμαξα ή πλοίο.
Έτσι η λέξη λαλώ, εκτός των άλλων,
έχει την έννοια του οδηγώ όχημα (λάλιε μωρέ ντρέτα τ’ αμάξι), την έννοια του
φύγε από εδώ (λάλιε μωρέ φούτερε από ‘παε), την έννοια της κακής συμπεριφοράς
(έτσα που λαλιέσαι θωρώ να τη φας την κεφαλή σου) και άλλες πολλές.
Πως ρέγομαι να ‘ποσκιάζω εδώ και να θωρώ τα ομορφοπλεγμένα κλαδιά της
λαλιάς μου, ως χορεύουνε ανέγνοια στο φύσημα τ’ αέρα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου