ΟΙ ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ
ΣΤΑ ΧΝΑΡΙΑ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ
Οι καλικάντζαροι
Τα έθιμα και οι δοξασίες του
τόπου μας, αυτό το ξομπλιαστό σεντούκι με τους θησαυρούς που το έχουμε πια
παραπετάξει, εκτός από τα προφανή που προσφέρουν (κοινωνική συνοχή, λαογραφική καταγραφή,
ιστορική και θρησκευτική μνήμη), κρύβουν μέσα τους και λέξεις που έχουν
απασχολήσει πολλούς φιλόλογους, λόγιους και ερευνητές της γλώσσας. Κυρίαρχη
θέση ανάμεσα στις λαϊκές δοξασίες, όσον αφορά την ετυμολογία, κατέχουν οι
καλικάντζαροι.
Οι καλικάντζαροι λοιπόν,
σύμφωνα με την αστέρευτη λαϊκή φαντασία, είναι δαιμονικά πνεύματα που κατοικούν
στα έγκατα της γης. Όλο τον χρόνο πριονίζουν το δέντρο που βαστάει τη γη, το
δέντρο της ζωής, κι όταν μπαίνει το 12ήμερο των Χριστουγέννων (25 Δεκεμβρίου
έως 6 Ιανουαρίου), μιας και ο Χριστός τότε είναι αβάφτιστος, ανεβαίνουν πάνω
στη γη και κάνουν κάθε είδους σκανδαλιές. Μαγαρίζουν φαγητά και οικιακά σκεύη,
πειράζουν τους ανθρώπους, αρπάζουν πράγματα κι ό, τι άλλο βάνει ο δαιμονικός
τους νους. Όλα αυτά μέχρι την ημέρα των Φώτων όπου φοβούμενοι τους παπάδες με
τις αγιαστούρες, ξαναχώνονται στα έγκατα της γης.
Η μορφή των καλικάντζαρων
διαφέρει από τόπο σε τόπο, συνήθως όμως παρουσιάζονται ως μαυριδεροί, άσχημοι,
με τρίχες παντού, ασούσουμοι, τραγοπόδαροι ή φορώντας ξύλινα παπούτσια. Για την
προέλευση του μύθου αυτού έχουν γραφτεί πολλά. Αναζητώντας κοινά στοιχεία με
παλαιότερες δοξασίες, θα βρούμε τον αρχαιότατο μύθο των Κήρων, όπου αναφέρεται
ότι κατά την γιορτή των Ανθεστηρίων που ο Άδης ήταν ανοιχτός, επέστρεφαν οι
ψυχές των νεκρών στον απάνω κόσμο και ενοχλούσαν τους ανθρώπους. Επίσης θα
παρατηρήσει κανείς την ομοιότητα των καλικάντζαρων με τους Σάτυρους, τους ακόλουθους
του θεού Πάνα, που παρουσιάζονται κι αυτοί ως τραγοπόδαροι, ασούσουμοι και
πειραχτήρια.
Το έθιμο όμως που αποτέλεσε
τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στις αρχαίες δοξασίες και τον σημερινό μύθο ήταν η
συνήθεια των βυζαντινών να μεταμφιέζονται κατά τη διάρκεια του 12ημέρου με
προβιές ζώων, εκτός των άλλων, όπου διασκέδαζαν, πείραζαν τον κόσμο και
γενικότερα υπήρχε μια ελαστικότητα στα ήθη. Αυτή η συνήθεια των μεταμφιέσεων
του 12ημέρου υπάρχει ακόμα σε πολλά μέρη της Ελλάδας (Ραγκουτσάρια, Αράπηδες,
Μαμπούγεροι, Μωμόγεροι και άλλα).
Για την ετυμολογία της λέξης καλικάντζαρος
έχουν κονταροχτυπηθεί όλοι σχεδόν οι ερευνητές της γλώσσας μας. Δεν μου κάνει
βέβαια αυτό καθόλου εντύπωση γιατί όλες οι λέξεις που βγαίνουν από τα σπλάχνα
της λαϊκής φαντασίας και διατηρούνται στους αιώνες, έχουν τεράστια δυσκολία
ετυμολόγησης. Θα παραλείψω τις ετυμολογήσεις που χωλαίνουν ερμηνευτικά (Αραβικό
Khali alizar= αχαλίνωτος δαίμονας,
αρχαίο καλλί+ κάνθαρος και άλλες) και θα σταθώ σε μία ετυμολόγηση που θεωρείται
η πιο ισχυρή. Η μεσαιωνική λοιπόν λέξη καλίκια (Λατινικό caliga) δήλωνε
τα ελαφρά υποδήματα (καλίκωση λέμε ακόμα στην Κρήτη), αλλά και την οπλή του
ζώου. Η λέξη άντζα ήταν η κνήμη, το πέλμα ή πολλές φορές και όλο το πόδι
(ατζί λέμε κι εμείς). Επομένως η λέξη καλικ-άντζαρος είναι αυτός που το
πόδι του (άντζα) έχει οπλή ζώου (καλίκι).
Μια λέξη που στοίχειωνε τον
αμάλαγο παιδικό μου νου, με ταξίδεψε πάλι ως τα πέρατα του χρόνου. Με την
ακόρεστη ματιά του μαθητή και το αχόρταγο χαμόγελο του ταξιδιώτη, συνεχίζω να
πατώ πάνω στα χνάρια των λέξεων.
Πολύ καλό φίλε, και τί καλύτερο νά μαθαίνουμε την προέλευση λέξεων πού χρησιμοποιούμε καθημερινά!!
ΑπάντησηΔιαγραφή