ΔΙΩΜΑ- ΣΟΥΣΟΥΜΙ

 

ΣΤΑ ΧΝΑΡΙΑ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ

Διώμα-Σουσούμι

Άχι τούτη η λαλιά πως θρέφει την ξενηστικωμένη ψυχή μου. Πως ξεδιψά ο κορυζασμένος μου νους σαν τη γροικά να τρέχει γάργαρη από χείλη κοραλλένια. Κάθε λέξη της κι ένα άγριο βιολάκι τ’ αοριού, μα όχι από ‘κείνα που ζουν μονάχα μια στιγμή, μα από ‘κείνα που χώνονται στις σκισμές του χρόνου και δεν χάνουν την ομορφιά τους ποτέ, από ‘κείνα που όποια χέρα τ’ αγγίξει μοσχομυρίζει αιώνια.

Πόσο λύνουν τα χέρια του ποιητή τούτες οι λέξεις. Πόσο εύκολα μπορούν να περιγράψουν τις σκέψεις του, τα πιο βαθιά του συναισθήματα. Κάποιες όμως απ’ αυτές έχουν περίσσα ομορφιά και μαγεύουν τους εραστές του λόγου. Λέει το παλιό ριζίτικο:

 

Μάνα λούγε με, μάνα μου χτένιζέ με

μάνα στο σχολειό, μάνα μου μη με πέμπεις

 κι άρχοντες περνούν πεζοί και καβαλάροι

κι ένας νιός καλός, καλός και διωματάρης

 

Η λέξη διωματάρης, εκτός από την μουσικότητα που κρύβει στα σπλάχνα της, αυτό που προκαλεί τους ποιητές είναι το συμπυκνωμένο της νόημα. Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει τον νέο με ωραίο παράστημα, τον εμφανίσιμο, τον καμαρωτό. Προέρχεται από τη λέξη διώμα= ομορφιά, καμάρωμα και η ρίζα της είναι από την αρχαία λέξη ιδείν  του ρήματος οράω. Την βρίσκουμε όμως και στην περίφημη Βοσκοπούλα που γράφτηκε περίπου το 1620:

 

…Μελαχρινός, λιγνός και γελασιάρης,

νέος και μαυρομάτης, διωματάρης…

 

Μα και ο Κορνάρος φαίνεται ότι είχε αδυναμία σε αυτή την λέξη αφού την βρίσκουμε συχνά στον Ερωτόκριτο:

 

…Λέγει του: Εσύ ‘σαι σήμερο απ’ όλους διωματάρης

στο τρέξιμο του κονταριού πολλά μεγάλης χάρης…



Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης της «Βοσκοπούλας»



Μα και αλλού την υφαίνει ο ποιητής:

 

 

…Λιοντάρι στην παλικαριά, χρουσός αϊτός στο διώμα,

πολλά σκλαβώνει τσι καρδιές το ζαχαρένιο στόμα…

 

Άλλες πάλι λέξεις, μόλις τις προφέρεις σου γαργαλούν τη γλώσσα, τις αισθήσεις κι έχουν μια παράξενη δύναμη που σαν τις ακούς, θαρρείς πως βγαίνουν από μουσικό όργανο κι όχι από στόμα. Λέει το εξαιρετικό δημοτικό τραγούδι «Πραματευτής κατέβαινε»:

 

…Για πες μας βρε πραματευτή σουσούμια του σπιτιού σας.

-Μηλιά ‘χουμε στην πόρτα μας και κλήμα στην αυλή μας…

 

Η λέξη σουσούμι σημαίνει χαρακτηριστικό γνώρισμα ή φυσιογνωμία κάποιου προσώπου και προέρχεται από το αρχαίο σύσσημον= σημάδι αναγνώρισης. Θα τη βρούμε κι αυτή τη λέξη στη Βοσκοπούλα:

 

…Και από τα σουσούμια εκείνος είσαι,

και κλαίγει η καρδιά μου και πονεί σε…

 

Όπως επίσης υπάρχει διάσπαρτη και στον Ερωτόκριτο:

…Δρακόκαρδος εκράζουντο, δράκου σουσούμιν έχει,

ποτέ του δεν εγέλασε, ούτε χαρά κατέχει…

 

Ο ποιητής λέει και αλλού:

 

…Το δαχτυλίδι βάνει με σε λογισμό μεγάλο

τούτο ‘ναι του Ρωτόκριτου, κερά μου, δίχως άλλο,

εκείνον απου του ‘δωκες όντε σ’ αποχαιρέτα,

έπα’ ‘ναι τα σουσούμια ντου, στράφου κι εσύ και δε’ τα.

 

Δεν είναι η λαλιά μας παλαϊινό ανθογυάλι να το χώσουμε στο ντολάπι για να μην σπάσει. Δεν είναι κρυφό μυστικό να το χώσουμε στον νου μας για να μη φανερωθεί. Περήφανο λάβαρο είναι, σηκώστε το ψηλά, εκεί είναι η θέση του.



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΣΙΟΡ ΤΖΑΝΑΚΗ

ΤΣΗ ΚΟΝΤΟΛΕΝΙΑΣ

Ο ΚΑΤΗΣ ΤΗΣ ΑΘΟΥΣΑΣ

Ο ΞΕΣΗΚΩΜΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΤΟ 1821 ΣΤΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ

ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΞΟΜΠΛΙΑ ΣΤΟ ΦΑΝΤΟ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Η ΠΕΡΑΣΑ ΤΟΥ ΦΑΡΑΓΓΑ