ΝΤΡΟΠΙΑΣΜΕΝΑ ΖΑΛΑ

 

Ντροπιασμένα ζάλα


Τέτοια μέρα θυμήθηκα εσένα. Εσένα με τα σκοτεινιασμένα μάτια και τα άχρωμα χείλη. Εσένα με το ξεπουλημένο χαμόγελο. Τότε που σκέπαζε τον ουρανό το σιδερένιο νέφαλο της σκλαβιάς κι εσένα σου φαινόταν ανάριο συννεφάκι του Φθινοπώρου. Τότε που η λευτεριά ολομάτωτη, μ’ ένα κοπέλι στο στήθος της, σου ζήτησε καταφύγιο κι εσύ την έδιωξες βλαστημώντας την. Όλοι γύρω σου μνόγανε στο όνομα της Πατρίδας μα εσύ ούτε Θεό κάτεχες ούτε προγόνους, μονάχα το εγώ σου προσκύναγες. Όλοι γύρω σου είχαν πάνω από το κεφάλι τους το χρέος, μα εσύ είχες μονάχα τον φόβο. Πώς βάσταξε το κρητικό χώμα τα ντροπιασμένα σου ζάλα.

 

Απόσπασμα από φιλογερμανική εφημερίδα της Κατοχής, (Κρητικός Κήρυξ 19/6/44), που αφορά την δολοφονία από αντάρτες του Πέτρου Βαρβόγλη, διευθυντή της συγκεκριμένης εφημερίδας. Ο Βαρβόγλης ήταν εργαλείο των Γερμανών στην παραπλάνηση του Κρητικού λαού και στην απόκρυψη των εγκλημάτων των κατακτητών.




Μαύρη η ψυχή σου δεν άντεχε το φως της ημέρας, μα και τη νύχτα, τρομαγμένη κοίταζε τριγύρω μήπως την παραμονεύει σε καμιά γωνιά η εκδίκηση, με το μαχαίρι της τιμωρίας καλά ακονισμένο. Τρία χρόνια δεν χόρτασες το ψωμί που έπαιρνες απ’  τα μαγαρισμένα χέρια της επίταξης. Την μια στο έδιναν και ήταν μουσκεμένο με δάκρυα, την άλλη ήταν βουτηγμένο στο αίμα. Τρία χρόνια δεν χόρτασες τον ύπνο. Φωνές ανταρτών σε ξυπνούσανε, μοιρολόγια μανάδων σου στοιχειώνανε τα όνειρα, κι αυτός ο κύρης σου, χρόνια ποθαμένος, να ‘ρχεται σύναυγα και να μουγκρίζει στ’ αυτιά σου: «σκύλε ίντα μου ‘καμες». Πώς βάσταξε το κρητικό χώμα τα ντροπιασμένα σου ζάλα.

Σπασμένος ο καθρέφτης στο ανήλιαγο κονάκι σου, δεν άντεξες να κοιτάζεις κάθε μέρα την συνείδησή σου κατάματα. Κουλουριασμένος ο όφις στη σκουριασμένη σου κλίνη. Τον ταΐζουν κάθε βράδυ οι ανήμεροι εφιάλτες σου, τον ξεδιψά κάθε αυγή ο αστέρευτος ιδρώτας του τρόμου σου. Χρόνια σβηστό το καντήλι στ’ αραχνιασμένο εικονοστάσι σου. Η Παναγιά λυπημένη, ξεθωριασμένη κι ο αυστηρός Παντοκράτορας ακολουθούσε παντού την ανίερη ματιά σου. Απόκαμε η γυναίκα σου να προσπαθεί να ξεπλύνει απ’ τα ρούχα σου τη βαριά αποφορά του θανάτου. Πώς βάσταξε το κρητικό χώμα τα ντροπιασμένα σου ζάλα.

Σαν σκόρπισε όμως το σιδερένιο νέφαλο, σαν βγήκε ο ήλιος με το καλημέρα στα χείλη, στον δικό σου ουρανό έπεσε βαρύς χιονιάς. Η λευτεριά δαφνοστεφανωμένη, με τα ονόματα των θυσιασμένων σκαλισμένα στο στήθος της, σε γύρευε χτυπώντας όλες τις σφαλιχτές πόρτες. Τα σπίτια κλειστά για σένα, τα σπήλια φραγμένα, οι καρδιές αφιλόξενες. Κυνηγημένος, κρέμασες τις ελπίδες σου στο σκοτάδι της λήθης, να κρυφτείς εκεί μπας και γλυτώσεις. Όμως η αγέρωχη ματιά των εκτελεσμένων σε ξετρύπωνε παντού. Χέρια χαροκαμμένα σε άρπαξαν και σε πέταξαν σε λάκκο βαθύ, χωρίς πλάκα, χωρίς σταυρό, με της προδοσίας το ματωμένο σεντόνι για σάβανο. Πώς αντέχει το κρητικό χώμα το ντροπιασμένο κουφάρι σου. 

 

 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΣΙΟΡ ΤΖΑΝΑΚΗ

ΤΣΗ ΚΟΝΤΟΛΕΝΙΑΣ

Ο ΚΑΤΗΣ ΤΗΣ ΑΘΟΥΣΑΣ

Ο ΞΕΣΗΚΩΜΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΤΟ 1821 ΣΤΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ

ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΞΟΜΠΛΙΑ ΣΤΟ ΦΑΝΤΟ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Η ΠΕΡΑΣΑ ΤΟΥ ΦΑΡΑΓΓΑ