Ο ΚΑΤΣΑΚΟΣ ΕΜΟΛΑΡΕ
Ο Κατσάκος εμόλαρε
«Αντέστε για φαγητό», φώναξε ο
Βαγγέλης και μέσα απ’ τ’ αμπέλι ξεπρόβαλαν μαντηλοδεμένες κεφαλές. Ήταν οι
κόφτρες που σκυμμένες γέμιζαν τα τσιγκάκια με σταφύλια. Ο κουβαλητής ξεφόρτωσε
τον γάιδαρο, του ‘βγαλε το σομάρι και τον έδεσε στην σκιά μιας απιδιάς στην
κάτω μεριά του αμπελιού. Ο αλουσουδιαστής έβγαλε τα γάντια και έπλυνε τα χέρια
του καλά μέσα σ’ ένα κουβά με νερό. Οι απλώστρες πλύθηκαν και τεντώθηκαν
ολόπιαστες από το πολύ σκύψιμο. Ανηφόρισαν όλοι μαζί κι έκατσαν κάτω από μια
θεόρατη χοντρολιά που τρεις νομάτοι δεν τηνε ‘γκάλιαζαν.
Η Γιωργία, η γυναίκα του Βαγγέλη, είχε κιόλας ετοιμάσει το φαγητό και το
‘χε σερβίρει στα τσίγκινα πιάτα. Πατατοσαλάτα με αυγό, κρεμμύδι, γλυστρίδα,
ντομάτα, αγγούρι, ελιές, ένα βρεμένο παξιμάδι του καθενούς και πέντε-έξι
σαλμούς κονσέρβα σε ένα μεγάλο πιάτο στη μέση. Η μικρή Αλίκη, η κόρη του
Βαγγέλη, έβαζε νερό και το έδινε στους εργάτες για να ξεδιψάσουν, από μια
ντενέκα, ντυμένη μ’ ένα τσουβάλι που το έβρεχαν για να κρατιέται το νερό
δροσερό. Ο Βαγγέλης έβαζε σε μια κούπα κρασί και το μοίραζε σε όλους για να
αναντρανίσουν από τον κάματο.
![]() |
Έφαγαν, κι εκεί κάτω από τον παχύ ασκιανό, έγειραν όλοι όπου μπορούσαν
για να κοιμηθούν μια ολιά. Ήταν καταμεσήμερο.
Σε λίγο κιανείς δεν ήταν ξύπνιος εκτός από την Αλίκη που κοιτούσε τον
γάιδαρο ανήσυχη. Το φτωχό ζώο άκουγε τους άλλους γαϊδάρους που γκάνιζαν και
φώναζε δυνατά σέρνοντας το σκοινί που ήταν δεμένο. Το μικρό κορίτσι σηκώθηκε
σιγά-σιγά και τον πλησίασε με έναν κουβά γεμάτο νερό: «Έλα Κατσάκο μου, πιες νεράκι». Κατσάκο τον είχε βγάλει γιατί ήταν
χαδιάρης σαν το κατσούλι. Ο Κατσάκος αφού ήπιε λίγο νερό, άρχισε πάλι τις φωνές
κι ανεβοκατάβαζε την κεφαλή του μανισμένος. Η Αλίκη τον ξάνοιξε και της φάνηκε
πως ήκλαιγε: «Γιάντα, Κατσάκο μου κλαις;
Θες να πας να παίξεις με τους φίλους σου; Άμα σε λύσω, μου υπόσχεσαι πως θα
ξαναγιαγείρεις;». Ανεβοκατέβασε πάλι την κεφαλή ο γάιδαρος, σαν να
συμφωνούσε. Πήγε η Αλίκη, έλυσε το ζώο κι αυτό άρχισε την τρεχάλα χαρούμενο.
Μετά από μισή ώρα ο Βαγγέλης ξύπνησε, ανεσηκώθηκε κι ίντα να δει, ο
γάιδαρος έλειπε. Έτρεξε κάτω, ξάνοιξε καλά κι ολοδιαόλιστος άρχιξε να φωνιάζει:
«Γιωργία σηκωθήτε, ο γάιδαρος εμόλαρε».
Ανελώθηκαν οι εργάτες κι άρχισαν να ψάχνουν γύρω-γύρω. Η Αλίκη ζουρπωμένη στη
ρίζα της χοντρολιάς δεν εμίλιε μα η καρδούλα της χτυπούσε σαν τρελή. «Γιώργη, Μανόλη κουβαλείτε με τον ώμο κι οι
άλλοι αντέστε στη δουλειά σας. Εγώ θα πάω προς το χωριό. Αντέστε όμως». Φώναξε
ο Βαγγέλης κι οι δυο άντρες βλαστήμησαν τον Κατσάκο που τους άνοιξε δουλειές.
Δεν είχε πάει ο Βαγγέλης 100 μέτρα και θωρεί τον Γρηγόρη, που ‘χε τ’
αμπέλι του λίγο πιο μακριά, να βαστά τον Κατσάκο και να ανεβαίνει μανισμένος:
-Βαγγέλη, ο γάιδαρός σου μου ‘φαγε
δυο κόφες σταφύλια. Να μου τα πλερώσεις γιατί θα σε καταγγείλω στον αγροφύλακα.
-Μρε Γρηγόρη, για το θιο κάμε, θα
στα πλερώσω. Ήσπασε το σκοινί ο παντέρμος και μόλαρε.
-Δεν το ‘σπασε, γιάε, αγγίνιο
είναι. Δεν τον έδεσες καλά ή κιανένα κοπέλι τον ήλυσε.
Ο Βαγγέλης που κατάλαβε ποιος είχε καωμένη την κατσουκανιά, σίμωσε να καταχερίσει
το κοπέλι μα η Γιωργία τονε σταμάτησε. Αφρισμένος ο Βαγγέλης γύρισε στην Αλίκη:
-Ανε ξανασιμώσεις του γαϊδάρου…
-Δεν τονε λένε γάιδαρο, Κατσάκο
τονε λένε.
Αντιμίλησε
το κοπέλι και κρύφτηκε πίσω απ’ τη μάνα του: «Καζά τονε λένε σαν κι εσένα, μόνο ανε ξανασιμώσεις κακομοίρα μου να
τονε λύσεις, θα του κόψω τα αυτιά ντου κι εσένα θα σε κουρέψω γουλί. Γροικάς;».
Τρόμαξε το κοπέλι, ήβαλε τα κλάματα και δεν ξανασίμωσε του Κατσάκου μην τυχόν
του κόψει τ’ αυτιά ο κύρης της. Ο Κατσάκος χορτασμένος και χαρούμενος
κουτουλούσε ελαφρά τον Βαγγέλη, γυρεύοντας χάδια κι εκείνος του ‘βαλε το σαμάρι
μουρμουρίζοντας: «Έχε χάρη κακομοίρη μου
που σε χρειάζομαι αλλιώς θα σου ‘δινα τα χάδια που σου πρέπουνε».
ΧΑ ΧΑ ΧΑ πολύ καλή ιστορία, γεμάτη αναμνήσεις.. Τρύγος θέρος πόλεμος 😃😃😃
ΑπάντησηΔιαγραφή