ΤΟΥ ΤΡΥΓΟΥ
ΣΤΑ ΧΝΑΡΙΑ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ
Του τρύγου
Αυγουστιάτικος ήλιος μου ‘δωκε κατακούτελα, ως κλουθούσα τα χνάρια των
λέξεων. Σε λόφο καταπράσινο στάθηκα κι από κάτω το Μαλεβίζι βούιζε απ’ τις
φωνές και τα γέλια. Τρύγος, σκέφτηκα και κατηφόρισα. Όσο σίμωνα στην πράσινη
θάλασσα των αμπελιών, τόσο πληθαίνανε οι φωνές, τόσο φούντωνε το πανηγύρι.
Κοπελιές μαντηλοδεμένες, σκυμμένες στις κουρμούλες, κόβανε τα σταφύλια με τα
τσαπράζια και τα βάνανε στα κοφίνια και στα τσιγκάκια.
![]() |
Πηγή
φωτογραφίας: magnadi.blogspot.com
Τρύγος: Αρχαίο
ουσιαστικό, ο τρυξ-του τρυγός, που
σήμαινε μούστος.
Αμπέλι: Μεσαιωνική
λέξη, αμπέλι(ν), στα
αρχαία αμπέλιον υποκοριστικό του άμπελος.
Κουρμούλα:
Υποκοριστικό της λέξης κορμός. Πράγματι το στέλεχος του αμπελιού, όταν το φυτό
βρίσκεται σε παραγωγική ηλικία μοιάζει με μικρογραφία κορμού δέντρου.
Σταφύλι: Ελληνιστικό
σταφύλιον, υποκοριστικό του αρχαίου σταφυλή.
Τσαπράζι: Είναι ο
πριονωτός, καμπυλωτός σουγιάς. Δάνειο από το Τουρκικό carpraz=σταυρωτός,
από το Περσικό cep=αριστερά+rast=δεξιά. Η λέξη ερμηνεύεται απόλυτα
από τη ρίζα της, αφού για να φτιαχτεί ο συγκεκριμένος σουγιάς τα δόντια του
πρέπει να στραβωθούν το ένα αριστερά και το άλλο δεξιά. Μάλιστα υπήρχε ειδικό
εργαλείο, ο τσαπραζολόγος, που έμοιαζε με πένσα και χρησίμευε στο στράβωμα των
δοντιών του τσαπραζιού.
Κοφίνι: Υποκοριστικό
του αρχαίου κόφινος. Μάλιστα το
μεγάλο κοφίνι, η κόφα, πέρασε ως δάνειο σε πολλές γλώσσες. Βενετικά cofa, Ισπανικά cofa,Αραβικά quffa.
Τσιγκάκι: Υποκοριστικό
του τσίγκος, του μετάλλου από το οποίο ήταν φτιαγμένα το συγκεκριμένο τρυπητό
καλάθι. Η λέξη είναι δάνειο από το Ιταλικό zinco, Γερμανικό zink=ψευδάργυρος.
Ηλιοκαμμένοι, ξεμπέτωτοι ντεληκανήδες, με μια πετσέτα στον ώμο, πείραζαν
τις κόφτρες και κουβαλούσαν τα τσιγκάκια με τα σουλτανιά στον αλουσουδιαστή.
Αυτός τα βουτούσε στην αλουσά κι αφού συρώνανε πάνω στην ξυλογαϊδάρα, τα
πήγαινε στον οψυγιά. Εκεί απλώστρες τα ομορφοσειραδιάζανε σε δίκτυα για να
ξεραθούν και να γενούν η πολύτιμη (κάποτε ήταν πράγματι χρυσός) σταφίδα.
Σουλτανί-σουλτανίνα: Ποικιλία
σταφυλιού χωρίς κουκούτσι και ποικιλία σταφίδας. Το όνομα προέρχεται από το
Ιταλικό uva Sultanina=Σουλτανική
επικράτεια, αφού η σταφίδα αυτή εισαγόταν από την Οθωμανική αυτοκρατορία.
Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή η σουλτανίνα πήρε το όνομά της επειδή η καταγωγή της
είναι από την επαρχία Σουλτανιέ της Περσίας. Η ποικιλία αυτή ήρθε στην Ελλάδα
το 1838 από τη Σμύρνη.
Αλουσά: Έχει επικρατήσει
το όνομα αυτό για το διάλυμα της ποτάσας που χρησιμοποιείται για την ξήρανση
των σταφυλιών, όμως η αλουσά είναι το σταχτόνερο, η αλισίβα. Ο λόγος που
επικράτησε το όνομα αλουσά είναι γιατί παλαιότερα τον άθο, εκτός των άλλων
(χρήση σε λεύκανση ρούχων, στο λούσιμο, στη μαγειρική, στην κηπουρική) τον
χρησιμοποιούσαν και για την ξήρανση των σταφυλιών. Το σταχτόνερο λόγω του
ανθρακικού κάλιου που περιέχει, έχει την ιδιότητα να διαλύει τα λίπη. Η ρόγα
του σταφυλιού έχει μια λεπτή στρώση κεριού, η οποία εμποδίζει την αφυδάτωσή της
όταν θέλουμε να γίνει σταφίδα. Έτσι η αλουσά «γδύνει» τη ρόγα από το κερί και
βοηθάει στην αφυδάτωσή της.
Ξυλογαϊδάρα: Μακρόστενη,
επικλινής κατασκευή με τέσσερα πόδια όπου τοποθετούνταν τα τσιγκάκια για να
συρώσουν από την αλουσά. Η κατασκευή αυτή πολύ εύκολα πήρε το όνομά της αφού
όταν φορτωθεί με τσιγκάκια πράγματι μοιάζει με το συμπαθέστατο και σχεδόν
εξαφανισμένο πια τετράποδο. Η συγκεκριμένη ονομασία χρησιμοποιούνταν και για
άλλες παρόμοιες κατασκευές (κατασκευή για την επεξεργασία του λιναριού,
κατασκευή για το σκίσιμο των ξύλων και άλλα).
Οψυγιάς: Ο
ισοπεδωμένος χώρος αποξήρανσης του σταφυλιού. Παράγεται από το ρήμα ψύγω= ξηραίνω, μαραίνω.
Τί μου θύμισες φίλε.. Έχω κουβαλήσει με τόν ώμο τσιγκάκια πολλά και να τρέχει ό μούστος απάνω σού, και με τόν γάιδαρο και τά μεγάλα κοφίνια!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή