ΤΗΣ ΓΕΥΣΗΣ ΧΡΕΙΑΣΙΔΙΑ

 

Της γεύσης χρειασίδια

Στρωμένο το τραπέζι μ’ ένα λουλουδάτο τραπεζομάντηλο. Πάνω βρίσκονται ένα ποτήρι γεμάτο κρασί, ένα ολόλευκο πιάτο, ένα μαχαίρι με ξύλινη λαβή κι ένα πιρούνι παλαιϊνό.

Τραπέζι: Υποκοριστικό της αρχαίας λέξης τράπεζα, απλοποιημένη της παλαιότερης τετρά-πεζα= έπιπλο με τέσσερα πόδια (θέμα πεδ- «πόδι», πεδίον, πεδιάδα, πεζός).

Ποτήρι: Το αρχαίο ποτήριον, λέξη προερχόμενη από το αρχαιότατο θέμα πο- «πίνω» (πίνω, πώμα, ποτό).

Κρασί: Το βυζαντικό κρασίον, υποκοριστικό του αρχαίου κράσις= ανάμιξη (κυρίως οίνου με νερό, όπως συνήθιζαν οι αρχαίοι Έλληνες). Η λέξη κράσις όπως και το κράμα, κράση, κερνώ, έχουν την ίδια ρίζα το κεράννυμι= αναμειγνύω, ανακατεύω υγρά.

Πιάτο: Ιταλικά piatto, Λατινικά plattus. Αντιδάνειο της αρχαίας λέξης πλατύς.

Μαχαίρι: Το αρχαίο μαχαίριον. Πιθανολογείται ότι συνδέεται με το ρήμα μάχομαι.

Πιρούνι: Στα ελληνιστικά χρόνια περόνιον, υποκοριστικό του αρχαίου περόνη, το οποίο ανάγεται στο ρήμα πείρω= διατρυπώ, διαπερνώ.


    Πηγή: http://metsovomuseum.gr/

 Κάθομαι. Στ’ αριστερά μου είναι απλωμένο ένα ξεροψημένο ζυμωτό ψωμί. Κόβω με τα χέρια μου ένα μεγάλο κομμάτι και το βάζω στο στόμα μου. «Ω Χριστέ μου», μουρμουρίζω. Σαν να θωρώ τη νοικοκερά του σπιτιού να ‘χει ομπρός της τη λεκανίδα, να κοσκινίζει τ’ αλεύρι με την κνησάρα, να βάζει νερό και να το ζυμώνει με τα δουλεμένα χέρια της.

Ψωμί: Το ελληνιστικό ψωμίον= κομμάτι άρτου, υποκοριστικό του αρχαίου ψωμός= μπουκιά, κομμάτι (αρχικά κρέατος, αργότερα άρτου).

Λεκανίδα: Λεκάνη, αρχαία λέξη με συνώνυμη το λεκός= πιατέλα.

Αλεύρι: Το αρχαίο άλευρον, λέξη παραγόμενη από το ρήμα αλώ= αλέθω.

Κνησάρα ή κρησάρα: Η αρχαία κρησέρα. Κατά μια άποψη η λέξη συνδέεται με το ρήμα κρίνω, με τη σημασία του διαχωρίζω.

Νερό: Βυζαντινή λέξη η οποία προέρχεται από τη φράση νηρόν ύδωρ= φρέσκο νερό (νηρόν-νερόν, μετατροπή του -η σε -ε, λόγω του -ρ) Το επίθετο νηρός προέρχεται από το αρχαίο νεαρός.

Μπροστά μου βρίσκεται μια πιατέλα με αίγα κοκκινιστή. Με την κουτάλα που ‘ναι βουτηγμένη στη σάλτσα, βάζω δυο μεγάλα κομμάτια κρέας στο πιάτο μου. Οι μυρωδιές μού θολώνουν τον νου. Θωρώ πάλι ομπρός μου τη νοικοκερά να στένει τη χύτρα και μέχρι να βράσει η αίγα, να βάνει στο γουδί ένα ξύλο κανέλα και να το ψιλοκοπανίζει.

Χύτρα: Αρχαία λέξη που αρχικά σήμαινε πήλινο αγγείο μαγειρέματος. Παράγεται από το θέμα χυ- που ανάγεται στο ρήμα χέω= χύνω, περιβρέχω (χυμός, χυτός, χυλός).

Γουδί: Το βυζαντινό γδι(ν), στα αρχαία ιγδίς-ιγδίον. Ίσως προέρχεται από τη λέξη λίγδος= γουδί.

Κανέλα: Αντιδάνειο. Ιταλικό canella, Λατινικό canna, αρχαία Ελληνικά κάννα-κάννη= καλάμι, λόγω της ομοιότητας του αποξηραμένου φλοιού της κανέλας με το καλάμι. Από την ίδια λέξη έχουμε ως αντιδάνεια τις λέξεις, κανάτα, κανόνι, κάνουλα.

Δίχως να κάμω ζάλο, καθισμένος μπροστά στης γεύσης τα χρειασίδια, έφτασα πάλι ως τ’ ακρόχειλο της ιστορίας. Σηκώνω τα μάτια και κοιτώ τους μυριάδες αστερισμούς στον ουρανό της λαλιάς μου. Διαλέγω έναν και συνεχίζω το ταξίδι μου.




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΣΙΟΡ ΤΖΑΝΑΚΗ

ΤΣΗ ΚΟΝΤΟΛΕΝΙΑΣ

Ο ΚΑΤΗΣ ΤΗΣ ΑΘΟΥΣΑΣ

Ο ΞΕΣΗΚΩΜΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΤΟ 1821 ΣΤΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ

ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΞΟΜΠΛΙΑ ΣΤΟ ΦΑΝΤΟ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Η ΠΕΡΑΣΑ ΤΟΥ ΦΑΡΑΓΓΑ