ΤΑ ΕΠΩΝΥΜΑ ΤΩΝ ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΩΝ

 

Τα επώνυμα των λησμονημένων επαγγελμάτων

Τούτη τη φορά εθάρρουνα πως δεν θα χρειαστεί να καταλύσω κι άλλη καλίκωση κλουθώντας τα χνάρια των λέξεων, γιατί αυτό που γύρευα ήταν μπροστά μου, έπρεπε απλά να ανοίξω τα μάθια μου και να κοιτάξω γύρω. Πόσο λάθος έκανα! Μπήκα λοιπόν στον λαβύρινθο των επωνύμων δίχως να κατέχω που βαδίζω.

Όπως τα ονόματα έτσι και τα επώνυμα αποτελούν ζωντανή ιστορία. Μπορεί ο λόγος της ύπαρξής τους να είναι καθαρά πρακτικός, όμως μέσω των επωνύμων μπορεί κανείς ν’ ακούσει, να μυρίσει και να γευτεί όλα τα χρώματα της φάρας μας. Μέσα τους κουβαλούν τόπους, ήθη, έθιμα, γλώσσα, λαογραφία, παρατσούκλια, αξιώματα και επαγγέλματα. Εκεί στάθηκα κι εγώ, στη στράτα των επαγγελμάτων, αυτών που σήμερα είναι λησμονημένα και ξεπροβάλουν μόνο μέσα απ’ τα επώνυμα ή μέσα από ξεθωριασμένες φωτογραφίες:

Αλμπαντάκης: αλμπάντης-ναλμπάντης-αλουμπάντης (Τουρκ. nalbant) =ο πεταλωτής, ο οποίος πολλές φορές ήταν και πρακτικός κτηνίατρος.

 Αναγνωστάκης: αναγνώστης= βαθμός κατώτερου κληρικού η οποία είχε να κάνει με την ανάγνωση ιερών κειμένων, συχνά απονέμονταν και στους ιεροψάλτες.

Αμπατζάκης: αμπατζής= αυτός που πουλούσε ή έφτιαχνε αμπάδες (γαμπάδες-Τουρκ. aba - Λατ. gaban).

Αρχαυλάκης: αρχαύλης= (άρχων+αυλή) ο αρχιβοσκός, επίσης σε πολλές περιοχές σημαίνει ο βοσκός ο οποίος συγκεντρώνει το γάλα της περιφέρειας και το τυροκομεί.

Στιβακτάκης: στιβαχτής ή ξεξάς ή ξαντής= αυτός που στοίβαζε το μαλλί των προβάτων, το έπλενε και ήταν υπεύθυνος για το ξάσιμο.

Καλαϊτζάκης: καλαϊτζής= ο γανωτής (Τουρκ. kalay=κασσίτερος)

Καζαντζάκης: καζαντζής= αυτός που κατασκεύαζε καζάνια.

Βολοσυράκης: από το επαγγελματικό του κατασκευαστή βολόσυρων (γεωργικό εργαλείο, οβολόσυρος στα αρχαία).





Βορδώνης: βορδώνης= αυτός που μετέφερε τρόφιμα με άλογο (Λατ. vordoni).

Γιαμαλάκης: γιαμαλής= υφασματέμπορος, πλανόδιος έμπορος που εκτελούσε παραγγελίες (Τουρκ. yamali=μπάλωμα, yamalic=ύφασμα για μπάλωμα).

Δατσεράκης: δατσέρης= ο εισπράκτορας φόρου αιγοπροβάτων (Ενετικό dazio).

Κουνάλης: από το επαγγελματικό του παρασκευαστή και πωλητή ξερών σύκων (κουνάλια).

Γερακάκης- Γερακιανάκης: γερακάρης= ο εκπαιδευτής γερακιών για κυνήγι.

Σωμαράκης: σωμαράς= αυτός που κατασκεύαζε σωμάρια για ζώα.

Καραμπασάκης: καραμπασάς= ο πωλητής καραμπασιού, ιαματικού λαδιού από άγρια λεβάντα. Δυο-τρεις σταγόνες σε μια κουταλιά ζάχαρη ήταν γιατρικό δια πάσαν νόσον.

Τζαγκαράκης: τζαγκάρης= παπουτσής (μεσαιωνική Ελληνική λέξη τζάγκα= είδος μαλακού παπουτσιού).

Χαλκιαδάκης: χαλκιάς= αυτός που επεξεργάζονταν τον χαλκό.

Δερμιτζάκης: δερμιτζής= σιδεράς (Τουρκ. demir= σίδερο).

Ανυφαντάκης: από το επαγγελματικό του κατασκευαστή ανυφαντηριού (αργαλειού).

Τζορμπατζάκης: τζορμπατζής= ο επαγγελματίας που έφτιαχνε σούπες (τζορμπάς ή ζορμπάς= σούπα), όμως σήμαινε και ο πρόκριτος άρχοντας που ήταν υπεύθυνος να υποδεχτεί και να ταΐσει τους ξένους.

Ρασιδάκης: από το επαγγελματικό του κατασκευαστή χοντρών ρούχων από το ύφασμα ρασά (ρασίδι).

Σχοιναράκης: σχοιναράς= ο επαγγελματίας που έπλεκε και πούλαγε σχοινιά.

Εγανάχτησα να βγω από τούτο τον λαβύρινθο. Ξεγλωσσισμένος συνεχίζω το ατέλειωτο ταξίδι και αφήνω πίσω μου χνάρια βαθιά απ’ το φορτίο που κουβαλώ στους ώμους.

 


Σχόλια

  1. Μονο συγχαρητήρια και να'χεις την υγειά σου πάντα...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Συγχαρητήρια φίλε, πολύ καλό άρθρο για την προέλευση ονομάτων πολύ συνηθισμένων.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΣΙΟΡ ΤΖΑΝΑΚΗ

ΤΣΗ ΚΟΝΤΟΛΕΝΙΑΣ

Ο ΚΑΤΗΣ ΤΗΣ ΑΘΟΥΣΑΣ

Ο ΞΕΣΗΚΩΜΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΤΟ 1821 ΣΤΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ

ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΞΟΜΠΛΙΑ ΣΤΟ ΦΑΝΤΟ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Η ΠΕΡΑΣΑ ΤΟΥ ΦΑΡΑΓΓΑ