ΜΑΓΑΡΙΖΩ-ΓΑΡΓΙΩΝΩ

 

Μαγαρίζω-γαργιώνω


Παρασυρμένος απ’ τα κάλλη των λέξεων, χάθηκα πάλι στον χρόνο και βρέθηκα μεταξύ μύθου και ιστορίας, μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Όλα γύρω μου σχεδόν άγνωστα, σχεδόν οικεία, μα οι λέξεις πάντα ίδιες, πάντα ταξιδιάρες κι αθάνατες. Δύσκολα τούτα τα δυο ζάλα και μεγάλα. Σφίγγω γερά στη χέρα μου τη φρεσκοσασμένη βέργα του πάθους μου και ξεκινώ.

Εννιά μέρες η θεά Δήμητρα έψαχνε την κόρη της, την  Περσεφόνη, που την είχε απαγάγει ο Πλούτωνας. Την δέκατη μέρα έφτασε στο παλάτι του βασιλιά Κελεού στην Ελευσίνα. Εκεί ο γιος του, Τριπτόλεμος, της διηγήθηκε ότι ο αδερφός του Εύβουλος, πριν δέκα μέρες, καθώς έβοσκε τα γουρούνια του, ξαφνικά είδε τη γη να σχίζεται και να καταπίνει όλα του τα ζώα. Ύστερα εμφανίστηκε ένα άρμα που το έσερναν μαύρα άλογα και χάθηκε μέσα στη γη. Ο αρματηλάτης βαστούσε σφιχτά ένα κορίτσι που φώναζε κι έκλαιγε. Με αυτή την πληροφορία η Δήμητρα και με τη βοήθεια του ήλιου, κατάλαβε τι είχε γίνει και κατάφερε να αναγκάσει τους θεούς να επιστρέψουν την Περσεφόνη έστω και για 6 μήνες τον χρόνο.

Για να τιμήσουν λοιπόν οι πρόγονοί μας τον Εύβουλο που έγινε η αιτία να βρεθεί η Περσεφόνη, κατά τη γιορτή των θεσμοφοριών, έριχναν σε σπήλαια ή σε χάσματα στη γη, ζωντανά χοιρίδια. Τα σπήλαια αυτά τα αποκαλούσαν μέγαρα ή μάγαρα. Άφηναν λοιπόν τα γουρουνάκια εκεί να σαπίσουν κι έπειτα έπαιρναν τα υπολείμματα, τα ανακάτευαν με σπόρους, διότι θεωρούσαν πως έτσι θα ευδοκιμούσαν. Αργότερα, τον 2ο αιώνα μ.Χ. τις τελετές αυτές τις έκαναν οι «εθνικοί» και οι χριστιανοί τους θεωρούσαν μιαρούς. Το «μαγαρίζω» λοιπόν σήμαινε ότι παίρνω μέρος σε αυτή την τελετή, άρα είμαι μιαρός, ανόσιος. Το τοπωνύμιο «Μαγαράς» υπάρχει ακόμα σε πολλά μέρη της Ελλάδας καθώς και στο Ηράκλειο (του Κορώνη ο Μαγαράς).


Ερείπια εργοστασίου γάρου στη ρωμαϊκή πόλη Μπαέλο Κλάουντια, στην Ταρίφα της Ισπανίας [Wikipedia]


Κάνοντας το δεύτερο ζάλο, βρέθηκα σε αρχαίο τραπέζι, ανάμεσα σε απλούς ανθρώπους. Απλά ήταν και τα φαγητά που τρώγανε. Χηλός από δημητριακά, όσπρια, πίτα άζυμου ψωμιού, λαχανικά και λίγο κρέας. Ούτε τομάτες υπήρχαν (ήρθαν τον 16ο αιώνα μ. Χ.), ούτε λεμόνια (ήρθαν τον 1ο αιώνα μ. Χ. ), μονάχα μια πηχτή, καφετί σάλτσα, με έντονη μυρωδιά και έντονη αλμύρα, ο περίφημος γάρος. Ο γάρος ήταν η «κέτσαπ» της αρχαιότητας. Έμπαινε σε όλα τα φαγητά και ήταν τόσο διαδεδομένη, που η παραγωγή της ήταν βιομηχανική. Υπήρχαν εργοστάσια τόσο στην Ελλάδα όσο και σε άλλες περιοχές (νότια Ισπανία, Μαύρη θάλασσα). Αυτοί μάλιστα που ασχολούνταν με το εμπόριο του γάρου συγκέντρωναν μεγάλο πλούτο, κυρίως τη Ρωμαϊκή εποχή.

Η παρασκευή του γάρου απαιτούσε μακροχρόνια διαδικασία. Έπαιρναν ολόκληρα ψάρια (γαύρους, σαβρίδια, κολιούς) μαζί με τα εντόσθια, έβαζαν μπόλικο αλάτι (3 μέρη ψάρια, 1 μέρος αλάτι), μπαχαρικά, βότανα και το άφηναν σε ηλιακό φως για αρκετό διάστημα. Γινόταν κάποιου είδους ζύμωση κι έπειτα το σύρωναν κι έπαιρναν ένα πηχτό υγρό, το οποίο το ανακάτευαν με νερό ή κρασί ή ξύδι ή λάδι (υδρόγαρος, οινόγαρος, οξύγαρος, γαρέλαιο). Αυτή λοιπόν η σάλτσα συνόδευε όλα τα αρχαία εδέσματα. Ο γάρος όπως είναι λογικό όταν έπεφτε στα ρούχα δημιουργούσε λεκέ ο οποίος πολύ δύσκολα έβγαινε. Έτσι επικράτησε η έκφραση γαριάζω, γαργιώνω στην Κρήτη, δηλαδή βρομίζω, λερώνω.

Σε ποια μονοπάτια, σε ποιους καιρούς, σε ποιους θησαυρούς θα με βγάλουν τα επόμενα χνάρια των λέξεων. Παίρνω πάλι την λουλουδιασμένη στράτα, με τον νου μου ακόμα ζαλισμένο από τις μυρωδιές των περασμένων μου ζάλων.




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΣΙΟΡ ΤΖΑΝΑΚΗ

ΤΣΗ ΚΟΝΤΟΛΕΝΙΑΣ

Ο ΚΑΤΗΣ ΤΗΣ ΑΘΟΥΣΑΣ

Ο ΞΕΣΗΚΩΜΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΤΟ 1821 ΣΤΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ

ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΞΟΜΠΛΙΑ ΣΤΟ ΦΑΝΤΟ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Η ΠΕΡΑΣΑ ΤΟΥ ΦΑΡΑΓΓΑ