ΚΡΗΤΗ-ΚΥΠΡΟΣ-ΠΟΝΤΟΣ
ΣΤΑ ΧΝΑΡΙΑ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ
Κρήτη-Κύπρος-Πόντος
Κλουθώντας τα χνάρια των λέξεων, περνώ στράτες κακοπάντιδες, μονοπάτια
ανηφορικά, μα κάθε ζάλο μου είναι ελαφρύ σαν να πατώ στα νέφαλα. Ούτε μια
στιγμή δεν βαρυγκώμησα, μόνο λυπούμαι που δεν ξεκίνησα πιο νωρίς τούτο το
ταξίδι. Ζάλο-ζάλο λοιπόν έφτασα σ’ ένα τρίστρατο και στάθηκα να δω ποιο δρόμο
θα διαλέξω. Στη μια στράτα η Κρητική λαλιά, στην άλλη η Κυπριακή και στην τρίτη
στράτα η Ποντιακή. Όποιο μονοπάτι κι αν πάρω, στη μάνα Ελληνική γλώσσα θα
καταλήξω, μα εγώ έμεινα εκεί που σμίγουν οι δρόμοι, για να βρω τα χνάρια των
κοινών μας λέξεων.
Οι τρεις τόποι έχουν ίδια γλώσσα, ίδια μοίρα, ίδια ματιά στη ζωή και
στον θάνατο. Πολλές φορές σμίξαν οι λαοί μας, πότε στο χοροστάσι της λευτεριάς,
πότε στο γλέντι του πολέμου, πότε στο μοιρολόι της μάνας. Έτσι σμίξανε και οι
λέξεις μας, οι φωνές μας, τα τραγούδια μας.
Κοίταξα απ’ την πάντα της Κύπρου
κι είδα λέξεις γνώριμες, που νόμιζα πως μόνο στην Κρήτη τις ακούς: Αλλάσσω, παντώ, σάζω, ακλουθώ. Είδα κι
άλλες με κάποιες μικρές διαφορές, μα στο νόημα ίδιες: Βασταερός (Βασταγερός), αναπαμός
(αναπαημός), Δευτερογιούνης (Δευτεροούλης=
Ιούλιος), πάντημαν (πάτημα= παράνομο
κυνήγι). Είδα αρκετές που αποκρατούν από παλιά: Καμμώ (καμνώ= κλείνω τα μάτια-αρχ. καμμύω), ξαρκώ (ξαργώ= καθυστερώ, κάνω αργία , εξ-αργώ), ακαλίκωτος (χωρίς καλίγους= πέταλα,
μεταφορικά χωρίς υποδήματα), όρνιθα.
Είδα κι άλλες πολλές: Άδουλος, ξωγύρου,
ανέβαθος, πέμπω, ακάμωτος.
Έπειτα γύρισα απ’ τη μεριά του Πόντου.
Βρήκα κι εκεί γνώριμες λέξεις: Ψηφίζω
(ψηφώ= σέβομαι, εκτιμώ), Αφουκρούμαι (αφρουκούμαι),
θέτω
( τοποθετώ), κρούω, κονεύω, αντζίν (αντζί=
μηρός). Είδα λέξεις που η ρίζα τους πάει βαθιά στο χρόνο: Κοχλίδ (χοχλιός-αρχ. κοχλίας), ριγώ
(εργώ= κρυώνω-αρχ. ριγόω), καυκίν (καυκί=
κούπα, ποτήρι-αρχ. καυκίον), πλουμίν (πλουμί= στολίδι-Λατινικά pluma=
πούπουλο, φτερό).
Κάνοντας ένα βήμα πίσω γύρεψα λέξεις που να είναι ίδιες και στις τρεις
στράτες. Βρήκα αρκετές: Άφτω (ανάβω),
θωρώ, γροικώ (Κυπ. αγροικώ, Πον.
εγροικώ), κολισαύρα (Κυπ. αλισαύρα,
Πον. κωλισάφρα), όφκερος=άδειος (Κυπ.
όφκερος, Πον. εύκερος), οκνιάρης= τεμπέλης
(Κυπ. οκνιάρης, Πον. οκνέας), μνόγω= ορκίζομαι
(Κυπ. ομνέω, Πον. ομνίσκουμαι).
Λίγο πριν συνεχίσω τα ταξίδι μου, ακούω τραγούδια απ’ τις δυο στράτες.
Απ’ τον Πόντο, τραγούδι δημοτικό, λυρικό, με τη δύναμη της αρχαίας λαλιάς και
τη σοφία της φύσης. Απ’ την Κύπρο, τραγούδι τ’ αοριού, του βοσκού, πολύ οικείο
σαν δικό μας. Άχι θεέ μου, τι θησαυρό κουβαλάμε εμείς οι Έλληνες.
Χαμαίμηλον
(Πόντος)
-Και ντ’ έπαθες χαμαίμηλον
και στέκεις μαραμένον
γιαμ η ρίζα σ’ εδίψασεν,
γιαμ ο καρπός σ’ ελλάεν,
γιαμ άσα χαμελόκλαδας
κανέναν εζαλίεν.
-Νε(α) η ρίζα μ’ εδίψασεν,
νε ο καρπός ελλάεν,
νε(α) άσα χαμελόκλαδα μ’
κανένα εζαλίεν.
Ένα κορίτσ’ κι ένα παιδίν ση
ρίζα μ’ εφιλέθαν
κι εποίκαν όρκον κι όμνισμαν
να μ’ έφταν χωρισίαν
ατώρα εχωρίγανε, γιαμ έχω ατό
το κρίμαν.
Γιαμ= μήπως
Ελλάεν= άλλαξε
Εζαλίεν= ζαλίστηκε
Νε(α)=ούτε, μήτε
Ατό=αυτό
Εγιώ βοσκός
γεννήθηκα (Κύπρος)
Εγιώ βοσκός γεννήθηκα στης
μάντρας το σκιάδιν
και το κορμί μου το φτωχόν
κει μέσα θα ποθάνει.
Γεια σας πεύκοι και πλατάνοι
και μερσίνια ζηλευτά
σεις ‘εν ξέρετε τον χάρο μα
ούτε τ’ άσπρα γερατιά.
Εγιώ βοσκός γεννήθηκα
νιώθηκα στη μάντρα
και μέρα νύχτα ‘εν έχει το
πόιν μου αμάντα.
Σκιάδην= πρόχειρο κατάλυμα
Μερσίνια= μυρτιές
Νιώθηκα= αναθράφηκα
Πόιν= πόδι
Αμάντα= ησυχία, ηρεμία
(Ευχαριστώ πάρα πολύ για την πολύτιμη βοήθειά τους, τον κύριο Δημήτρη
Χατζηστυλλή και τον φίλο μου Ηλία Τσακαλίδη)
Διαφορετικές διαλέκτους, αλλά με κοινές ρίζες.Μπράβω Νίκο για την αναφορά για νά μαθαίνουμε και εμείς.
ΑπάντησηΔιαγραφή