Τ’ ΑΓΡΙΕΜΕΝΟΥ ΚΑΙΡΟΥ

 

ΣΤΑ ΧΝΑΡΙΑ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ

Τ’ αγριεμένου καιρού

Κλουθώντας τα χνάρια των λέξεων ξεμάκρυνα πολύ και με βρήκε τ’ απόβραδο στη στράτα τ’ αγριεμένου καιρού.

Ξεχύθηκε τ’ απόι, γυρεύοντας να χωθεί στην αγκαλιά του πελάγου και μου μάργωσε τα μέλη. Σήκωσε ο βοριάς ανεμική δυνατή και κουκουλώθηκα να μην πονθιάσω. Απόι: Είναι η απόγειος αύρα, ο νυχτερινός δροσερός αέρας που πνέει από την ξηρά προς τη θάλασσα (απόγειος-απόγι-απόι). Μαργώνω: Λέξη μεσαιωνική που σημαίνει μουδιάζω, νεκρώνω από το κρύο. Πιθανολογείται ότι προήλθε από τη συγχώνευση των αρχαίων λέξεων μαργώ, που σημαίνει ορμώ, μαίνομαι, παραφέρομαι, και μαλκίω που σημαίνει μουδιάζω από το κρύο. Ανεμική: Άνεμος, λέξη πανάρχαια που χρησιμοποιείται αυτούσια για πάνω από τρεις χιλιετίες (γραμμική Β΄ a-ne-mo). Πονθιάσω: Πουντιάσω= κρυολογήσω, δάνειο από το Ιταλικό punta που σημαίνει κρυολόγημα.

              Ρόδισε η αυγή κι όλα γύρω μου ασπρισμένα από την πάχνη. Ανταριασμένος ο καιρός. Νέφαλα βαροφορτωμένα μαζώχτηκαν από πάνω μου και κατσιφάρα πυκνή με τύλιξε. Πάχνη: Είναι η στερεοποιημένη, παγωμένη δροσιά που δημιουργείται όταν η θερμοκρασία πέφτει κάτω από το μηδέν. Λέξη Ομηρική που προέρχεται από το αρχαίο πήγνυμι= πήζω. Την ίδια ρίζα έχουν οι λέξεις πάγος, πάγιος και άλλες. Ανταριασμένος: Αντάρα, λέξη μεσαιωνική που σημαίνει σκοτείνιασμα της ατμόσφαιρας από χαμηλή νέφωση. Προέρχεται από το αρχαίο αναταράσσω= ανακατεύω, αναστατώνω. Νέφαλα: Νέφος, αρχαιότατη λέξη, απαντάται στον  Όμηρο με την έννοια του σύννεφου, όπως και σήμερα. Κατσιφάρα: Είναι η καταχνιά, η πυκνή ομίχλη και ετυμολογείται από το κατηφής= σκυθρωπός, μελαγχολικός, μιας και συνηθίζουμε να προσωποποιούμε τα καιρικά φαινόμενα.




Μιαν αμπρουλιά σιγανωπή έπεσε κι όλα γράθηκαν. Αναγάλλιασε η φύση κι έβαλε τα πιο ακριβά της αρώματα. Μύρισα και μ’ έπιασε ζάλη. Ήρχιξα να εργώ και φύσηξα τα χέρια μου για να ζεσταθούνε. Για μια στιγμή όλα ησύχασαν και ξάφνου άρχισε να ρίχνει κουκοσάλιο. Βρήκα καταφύγιο κάτω από έναν γεροντόπρινο ώσπου να κοπάσει ο χαλασμός. Την ώρα που σταμάτησε το κουκοσάλιο εντάκαρε να στουπίζει γερά. Σε λίγη ώρα όλα ήταν χιονισμένα κι η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά σαν του κοπελιού που θωρεί πρώτη φορά χιόνι. Αμπρουλιά: Ομπρά, είναι η ολιγόλεπτη βροχή και προέρχεται από το αρχαίο όμβρος= βροχή (όμβρια ύδατα, ανομβρία). Εργώ: Σημαίνει τρέμω από το κρύο. Η λέξη αυτή είναι αρχαία Ελληνική, ριγόω-ριγώ-ενριγώ-εργώ. Κουκοσάλιο: Το χαλάζι. Είναι σύνθετη λέξη και αποτελείται από το ουσιαστικό κόκκος και σάλι που είναι υποκοριστικό του αρχαίου σάλος που σημαίνει ταραχή, θόρυβος. Κουκοσάλιο λοιπόν είναι ο παγωμένος κόκκος που προκαλεί ταραχή, θόρυβο. Στουπίζει: Όταν πέφτει πυκνό χιόνι σαν κομμάτια από βαμβάκι.  Το μεσαιωνικό στουπίν ή το αρχαίο στυππείον  ήταν μάζα, τούφα από υφαντικές ίνες.

Όσα ζάλα και να κάμω, άλλα δύσκολα, άλλα ευκολοπάτητα, δεν ‘ποχορταίνω το ταξίδι τούτο στη στράτα της λαλιάς μου. Όσο ξεμακραίνω, τόσο θέλω να κάμω κι άλλα ζάλα, σάμε να φαωθεί η ακατάλυτη καλίκωσή μου.

 


Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΣΙΟΡ ΤΖΑΝΑΚΗ

ΤΣΗ ΚΟΝΤΟΛΕΝΙΑΣ

Ο ΚΑΤΗΣ ΤΗΣ ΑΘΟΥΣΑΣ

Ο ΞΕΣΗΚΩΜΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΤΟ 1821 ΣΤΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ

ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΞΟΜΠΛΙΑ ΣΤΟ ΦΑΝΤΟ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Η ΠΕΡΑΣΑ ΤΟΥ ΦΑΡΑΓΓΑ