ΧΑΜΙΝΤΙΕ
ΧΑΜΙΝΤΙΕ
Πριν από κάμποσο καιρό έπεσαν στα χέρια μου δύο κασέτες ήχου που το
περιεχόμενό τους πραγματικά με συγκλόνισε. Τις κασέτες αυτές τις είχε
ηχογραφήσει πριν από πολλά χρόνια ένας Σύριος από το Χαμιντιέ. Περιέχουν σκοπούς γνωστούς μα και άλλους εντελώς
άγνωστους καθώς και μαντινάδες που μοιάζουν να είναι παλαιότατες, όλα δοσμένα
με τη φωνή ηλικιωμένων κατοίκων του ελληνόφωνου
αυτού χωριού. Αφιέρωσα πολλές ώρες για
να ψηφιοποιήσω τις κασέτες και να διορθώσω τον ερασιτεχνικά γραμμένο ήχο, μα
μου πήρε περισσότερο χρόνο να καταγράψω τα τραγούδια και τις μαντινάδες.
Η θέση του
χωριού Χαμιντιέ στο χάρτη
Η ιστορία του χωριού αυτού, που βρίσκεται στα παράλια της Συρίας, είναι γνωστή. Δημιουργήθηκε περίπου το 1897 από τον Σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ Β΄ για να στεγαστούν οι εξόριστοι μουσουλμάνοι της Κρήτης μετά την αναχώρηση των Τουρκικών στρατευμάτων από το νησί. Οι κάτοικοι στο Χαμιντιέ δηλώνουν Κρητικοί και δεν σταματούν να το φωνάζουν. Πέντε γενιές έχουν αναθραφεί με σημαία τους την Κρητική διάλεκτο. Λέει με περηφάνια στην ηχογράφηση ένας γεράκος:
Χαίρομαι που
‘μαι Κρητικός κι όπου σταθώ το λέω,
με μαντινάδες τραγουδώ, με μαντινάδες κλαίω.
Πολλοί δεκαπεντασύλλαβοι στις κασέτες έχουν θέμα την ξενιτιά, απόδειξη ότι οι άνθρωποι εκεί νοσταλγούν την χαμένη τους πατρίδα:
Να ‘ταν η θάλασσα γυαλί να
τσούρλα το μετζίτι*
να το ‘πεμπα τσ’ αγάπης μου χαιρετισμό στην Κρήτη.
Ξένο στα ξένα πως περνάς,
πως στρώνεις, πως κοιμάσαι,
πως μαγερεύεις και δειπνάς και μένα δεν θυμάσαι.
Αλάργο είσαι και μακριά και
ποταμός και δάση
κι αν πέψω και χαιρετισμούς δεν έχει πως περάσει.
*Μετζίτι= Τούρκικο νόμισμα που κόπηκε το 1840 και το χρησιμοποιούσαν στην Κρήτη μέχρι και επί Αυτονομίας. Άλλη μία απόδειξη της παλαιότητας των μαντινάδων της ηχογράφησης.
Από τις κασέτες αυτές βγαίνουν ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Φαίνεται οι άνθρωποι εκεί όχι μόνο διατήρησαν τη γνήσια διάλεκτο της Κρήτης αλλά και έθιμα χριστιανικά, αν και είναι μουσουλμάνοι. Μια γριούλα με ξεκάθαρη Λασιθιώτικη προφορά και με φωνή γεμάτη ζωντάνια λέει:
Μα αρχή κι
αρχήν τα κάλαντα κι αρχή της Γεναρίδας
σήμερο είν’
αρχιμηνιά ταχτέρου αρχή του χρόνου
απου γεννήθηκ’
ο Χριστός ο βασιλιάς του κόσμου
κι έκεια που
περιπάτησε χρυσό δεντρί εβγήκε,
χρυσά ΄ταν τα
κλωνάρια του κι ολόχρυση η κορφή του.
Κλου-κλου-κλου
στα ορνήθια σας, καλοχρονιά στα σπίθια σας,
αρνιά και ρίφια θηλυκά και παιδιά αρσενικά.
Παρακάτω, η ίδια τραγουδά με γλυκύτατη φωνή στον παλαιότατο σκοπό της νύφης:
Σηκώσου
πετροπέρδικα, τίναξε τα φτερά σου
κι ας τα κλειδιά τση μάνας σου να πας να βρεις δικά σου.
Νύφη μου ως
είσαι όμορφη λάμπει το πρόσωπό σου
κι αντιφεγγίδες ρίχνουνε οι άκρες των μαλλιών σου.
Μα ως είσαι
άσπρη και παχιά σου πρέπει το κανάκι
σου πρέπει να χτενίζεσαι μ’ ένα χρυσό χτενάκι.
Αμέτε πέτε του
γαμπρού να στέκει στη πορτέλα
και δα του τηνε φέρνουνε την άσπρη περιστέρα.
ΗΧΗΤΙΚΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
Άραγε οι κάτοικοι του χωριού αυτού κουβαλούν αυτά τα τραγούδια από τις
αρχές του 20ου αιώνα; Είναι μια κιβωτός
της προφορικής παράδοσης εκεί κρυμμένη; Αυτό που σίγουρα διακρίνεται στις
μαντινάδες που υπάρχουν στις κασέτες είναι μια άλλη αισθητική στον τρόπο
γραφής, μια άλλη οπτική του κόσμου και μια απλότητα που μας γυρνά στις ρίζες της δημιουργίας της λαϊκής
ποίησης:
Των αματιών
μου το νερό σε φτάνει να ζυμώσεις
και τση καρδιάς μου η φωτιά τον φούρνο να πυρώσεις.
Παραπονούμε
σου πολλά πόρτα καμαρωτή μου
γιατί σφαλίζεις πασ’ αργά την αγαπητερή μου.
Ξανθά μαλλιά
στην κεφαλή πλεμένα, ξεπλεμένα,
ψυχή μου με τα ποιόν ΄θεκες κι είν’ ανεχουρδισμένα.
Σύκα πρωτοφανίστικα
κρατώ στο καλαθάκι,
καινούργια αγάπη πολεμώ σε τούτο το σοκάκι.
Βάλε ρακί,
βάλε κρασί και ράισε η κούπα,
θέλεις δεν
θέλεις θα γενεί ο λόγος απου σου ‘πα.
Ακούγοντας ξανά και ξανά την ηχογράφηση αυτή σιγουρεύτηκα πια πως
όποιος αναθρέφεται από τα στήθια της
μάνας Κρήτης, όποιος γροικά τα νανουρίσματα και τα τραγούδια της, όποιος μιλά
τη λαλιά της, είναι καταδικασμένος αιώνια, όπου κι αν βρίσκεται, να την κουβαλά
στο αίμα του.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου