Η ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ Η ΕΜΟΡΦΗ

 

Η ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ Η ΕΜΟΡΦΗ

Πριν από την άνθιση της Κρητικής λογοτεχνίας και του Κρητικού θεάτρου τον 17ο αιώνα, η άσβεστη δίψα τούτου του τόπου  για πνευματική έκφραση, φανερώνεται στα δημοτικά τραγούδια, μάλιστα μερικά από αυτά ξεπέρασαν τα σύνορα της Κρήτης. Υπήρξαν όμως και ποιητικά έργα τα οποία τράβηξαν την προσοχή του τότε πνευματικού κόσμου. Ένα από αυτά είναι το ποίημα «Η ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ Η ΕΜΟΡΦΗ». Το έργο αυτό πρωτοεκδόθηκε στην Βενετία το 1627 από τον Δριμυτηνό Νικόλαο, έναν Αποκωρονιώτη, αλλά θεωρείται προγενέστερο, αγνώστου ποιητή, από αυτά που η προφορική παράδοση τα κράτησε ζωντανά στα χείλη των ανθρώπων.

Η υπόθεση του έργου είναι απλή. Ένας νεαρός βοσκός συναντάει μια όμορφη βοσκοπούλα και ανάμεσά τους δημιουργείται ένα δυνατό αίσθημα. Η άφιξη όμως του πατέρα της βοσκοπούλας αναγκάζει τον βοσκό να φύγει, με την υπόσχεση όμως ότι θα γυρίσει σε ένα μήνα. Ο νέος αρρωσταίνει και οι μήνες περνούν. Όταν πάει να την βρει μαθαίνει από τον πατέρα της ότι η βοσκοπούλα πέθανε από τον καημό της.


           Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης του περίφημου έργου

 

 

Το ποίημα αυτό με τους 400 ομοιοκατάληκτους ενδεκασύλλαβους στίχους που είναι γραμμένο στο  γλωσσικό ιδίωμα της δυτικής Κρήτης, ήταν δημοφιλέστατο σε όλη την Ελλάδα και υπάρχουν πολλές παραλλαγές του. Μεταφράστηκε το 1698 στα Λατινικά και εγκωμιάστηκε από πολλούς ξένους καθώς και από τον εθνικό μας ποιητή Διονύσιο Σολωμό. Παραθέτω αποσπάσματα από το έργο:

 

Η ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ Η ΕΜΟΡΦΗ

 

Εις μεγάλη εξοριά, σ’ ένα λαγκάδι,

μια ταχυνή επήγα στο κοπάδι,

σε δέντρη, σε λιβάδια, σε ποτάμια,

σε δροσερά και τρυφερά καλάμια.

Μέσα στα δέντρη κείνα τ’ ανθισμένα

που βόσκαν τα λαφάκια τα καημένα,

στη γη τη δροσερή, στα χορταράκια

που γλυκοκελαηδούσαν τα πουλάκια,

πανώρια λυγερή, πανώρια κόρη,

ωσάν καλή καρδιά κι ωραία στα θώρη,

έβλεπε κάποια πρόβατα δικά της

κι έλαμπε σαν τον ήλιο η ομορφιά της.

Ξανθά ‘σαν τα μαλλιά της κεφαλής της,

καμάρι και στολίδι το κορμί της,

κι η φορεσά που φόριε ήτον άσπρη

κι έλαμπε σαν τον ουρανό με τ’ άστρη.

.....

Παίρνει κρύο νερό από τη βρύση

κι έρχεται προς εμένα να το χύσει.

Ραίνει και λαντουρά το πρόσωπό μου

λογιάζοντας πως να ‘ναι γιατρικό μου.

Το πρόσωπό μου ξαναραίνει πάλι

για να με συνηφέρει από τη ζάλη.

Με το νερό εκείνο μου φανίσθη

το πως ο λογισμός μου εξεζαλίσθη

κι από τη γη εμάζωξε για μένα

βότανα και λουλούδια μυρισμένα.

Τα λούλουδα κι οι ανθοί μυρίζαν τόσα,

νεκρό από τον Άδη μ’ εσηκώσα.

....

Λέγει το φως της μέρας λιγοσταίνει

κι ο ήλιος άγουρε μου θε να πηαίνει.

Της νύχτας το σκοτάδι μας σιμώνει

κι η κρυάδα του δάσους μας πλακώνει.

Μα κλούθα μου λοιπόν να πα να βρούμε

έπα κοντά στο σπήλαιο να μπούμε,

να φας να πιεις και να καλοκαρδίσεις

και στρώμα φτωχικό για να ‘κουμπίσεις.

....

Εστράφηκα στο σπήλιο και συντήρου

την ομορφιά οπού ‘χε γύρου-γύρου

κι απ’ όξω είχε σαν περιπλοκάδι

όπου το περιπλέξαμε ομάδι.

Απ’ όξω με μυρτιές, με ροσμαρίνους

με γούδουρους, με βιόλες και με κρίνους,

το είχε το κοράσο στολισμένο

και μύριζε το σπήλιο το καημένο.

Πιδέξια και πιτήδεια ήσαν βαλμένα

που ‘στεκα και συντήρου ένα-ένα.

....

Τον κύρη μου ταχιά τον ανημένω

κι από το σπήλιο ουδέ ποσός δε βγαίνω.

‘Αμε και συ στα μάντρα τη δική σου

και μες στο μήνα πάλε μου θυμήσου.

Έπα στον ίδιο τόπο να γυρίσεις

ουδέ ποτέ σου μη μ’ αλησμονήσεις.

....

Όταν ιδείς τον κόρακα ν’ ασπρίσει

και τον αυγερινό ν’ αποσπερίσει,

κορμί δίχως ψυχή να περπατήσει

τότε και εγώ θέλω σ’ αλησμονήσει,

πλια γλήγορα στη γη να ζήσει ψάρι

κι ο έρωτας να χάσει το δοξάρι,

την νύχτα δίχως άστρα και δροσούλα

παρά ν’ αφήσω τέτοια βοσκοπούλα.

....

Φτάνω, θωρώ το σπήλιο αραχνασμένο,

με βούρκα, με πηλά ναμουρωμένο.

Αλλιάς λογής με δέχτη το καημένο

παρά που μ’ είχε πρώτα μαθημένο.

Σ’ ενούς βουνού κορφή σ’ ένα χαράκι

ξανοίγω και θωρώ ένα γεροντάκι

κι έβλεπε κάποια πρόβατα ο καημένος,

αδύναμος και μαυροφορεμένος.

Σφυρίζω και φωνάζω, χαιρετώ τον

και για τη βοσκοπούλα ερωτώ τον.

Με φόβο και με τρόμο του ξηγούμουν

και τα δεν ήθελα ακούει εφρουκούμουν.

Γροικώ τον γέρο μπρος κι αναστενάζει,

το ριζικό της μοίρας του ατιμάζει

και κλαίγοντας μου λέει: η πεθυμιά σου

απόθανε δεν είναι πλια κοντά σου.

....

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΣΙΟΡ ΤΖΑΝΑΚΗ

ΤΣΗ ΚΟΝΤΟΛΕΝΙΑΣ

Ο ΚΑΤΗΣ ΤΗΣ ΑΘΟΥΣΑΣ

Ο ΞΕΣΗΚΩΜΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΤΟ 1821 ΣΤΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ

ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΞΟΜΠΛΙΑ ΣΤΟ ΦΑΝΤΟ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Η ΠΕΡΑΣΑ ΤΟΥ ΦΑΡΑΓΓΑ