Ο ΜΠΕΒΑΡΔΟΣ Μέρος Β΄
Ο ΜΠΕΒΑΡΔΟΣ
Μέρος Β΄
Ο παρακάτω δεκαπεντασύλλαβος, είναι εμπνευσμένος από μία μικρή ιστορία
της Τουρκοκρατίας. Θα δημοσιευτεί σε δύο μέρη.
(Συνέχεια από
το Α΄ μέρος)
***
Σαν τον αϊτό που βρίσκεται τη νύχτα καθισμένος
σε βράχο κι ειν` ακοίμιστος, ογρός ‘πομαργωμένος,
μα σαν φανεί το φως τσ` αυγής, φτεροκοπά και φεύγει
κι από τα νέφαλα ψηλά να βρει φαΐ γυρεύγει,
έτσα κι ο νιός ως ήκουσε ιντά `πε η κυρά του
σαν τον αϊτό φτερούγισε στα νέφαλα η καρδιά του.
Από την άκρη των μαθιών δάκρυ χαράς εφάνη,
οσάν το λίβα, στεναγμό απ` την ψυχή του βγάνει,
και λέει: από τα χείλη σου τα κόκκινα κρεμιέμαι
σα ποθαμένος ήμουνε μα δα ξαναγεννιέμαι.
Σα να `μουνα σε θάλασσα βαθειά ναυαγισμένος
κι από τη χέρα μ` έσυρες που `μουν γοργό πνιγμένος.
Θωρώ πως είσαι αγέλαστη, σαφή ντουχιουντισμένη,
λογιάζω το πως θα περνάς
ζωή βασανισμένη,
μια ολιά καιρό νταγιάντισε κι όντε μου παντιδώσει
θα τονε πέψω τον αγά τον χάρο ν` ανταμώσει
κι απείς σκοτώσω τον Αγά θε να σε πάρω κόρη
οσαν τα` αγρίμια λεύτεροι να ζήσομε στα όρη.
***
Λίγος καιρός επέρασε κι ο Αγάς καλά λογιάζει,
εις στο κονάκι, τον βοσκό, μια αργαδινή φωνιάζει,
και λέει του: « την ταχινή οθε τη κορφή θα δώσω
έκεια για τη φαμεγική να `ρθεις να σε πλερώσω.
Ήφυγ` ο νιός, ογλήγορα εις το μιτάτο βγαίνει
και μόλις `πόσασε τα οζά ο ύπνος τονε παίρνει.
Ο Τούρκος μόλις νύχτωσε ήθεκε στο κρεβάτι
μα οσάν τον όφι εστρούφιζε δίχως να κλείσει μάτι.
Ακοίμηστος σηκώθηκε, επήγε στο αχίρι,
αμοναχός εσέλωσε το μαύρο του μπεγίρι,
που σαν τον πύργο ήταν ψηλό, άγριο σαν λιοντάρι
και μόνο αυτός το σύβαζε να βάλει χαλινάρι.
Γρήγορα καβαλίκεψε, βιαζόταν να προκάμει
να φτάξει πρώτος στην κορφή κι έκεια στεσά να κάμει.
Πριν να προβάλει η αυγή η φεγγαροθρεμμένη
εις τη κορφή φτάνει ο Αγάς και το βοσκό νημένει.
***
Ο νιός απού κοιμότανε στη μάντρα δίχως έγνοια
σηκώνεται και ξεκρεμά τη βέργα την πρινένια.
Ήταν μεγάλη, γαγλωτή, ομορφογυρισμένη
την είχενε με υπομονή, αμοναχός σασμένη.
Ένα ριζίτη μαγληνό είχε ο νιός κομμένο
από `να γεροντόπρινο, σε δέτη φυτρωμένο,
τον ήκοψε στη λίγωση, να μην του σκουλικιάσει,
ήθελε βέργα δυνατή κι αθανάτη να σάσει.
Ήφηκε δυό μερόνυχτα το ξύλο να στεγνώσει,
το λάδωσε και στη φωτιά, το `βαλε να πυρώσει,
το στρούφιζε το λάδωνε να σφίξει, να σκληρύνει,
κι απόκειας το καθάρισε, ρόζος να μην πομείνει,
όταν επύρωσε καλά επήρε το βεργάλι,
τη μια του άκρα έβαλε μέσα σε μια διχάλη,
σιγά-σιγά το στρούφιξε να κάμει δαχτυλίδι,
με τέλι τό ‘δεσε καλά, μη `νοίξει το γυρίδι,
ύστερα πάλι στη πυρά τό `βαλε να ζεστάνει,
το πάθιενε, το σήκωνε, τσι γάγλες για να κάνει.
Ήταν η βέργα θεόρατη, το ξύλο διαλεγμένο
και το γυρίδι ήτονε κι αυτό καλοσασμένο.
***
Αφού εποταυρίστηκε τη βέργα του χουφτώνει,
το μαύρο
σφαγομάχαιρο σφίγγει καλά στη ζώνη,
την ξομπλιαστή την βούργια του, κρεμάει εις στον ώμο
και δίχως φόβο τση κορφής ετράβηξε τον δρόμο.
Σαν έφταξε, ο νιός θωρεί τον Τούρκο κουμπισμένο
σε πρίνο κι είχενε σπαθί στη μέση του ζωσμένο,
στο πλάι του ολόμαυρο μπεγίρι `χε δεμένο,
θεόρατο, που σα θεριό ξεφύσα μανισμένο.
***
Ο Τούρκος τον τρανό βοσκό εθώριε να σιμώνει
με μαύρο σφαγομάχαιρο σφιγμένο μες` τη ζώνη,
στη χέρα του θεόρατο βεργάλι εκρατούσε
που όντε το πάθιενε στη γη τσι πέτρες εθρουλούσε.
Μα πριν σιμώσει ο βοσκός, ασάλευτος πομένει
κι ο Τούρκος που τονε θωρεί πρώτος το λόγο παίρνει.
«Έλα βοσκέ στον ασκιανό κρυγιό νερό να πιούμε
και κρέμασε τη βέργα σου για να λογαριαστούμε».
Τσ` αποθαμένους, ο βοσκός, στο ταύκο συλλογάται
τη βέργα του καταχτυπά στη γη κι απιλογάται.
«Σκύλε καλά κατέχω τα, ιντά `χεις καμωμένα
και θα σε κλάψει σήμερο η μάνα που σε γέννα.
Με το αίμα σου Μπεβάρδ` Αγά τον πρίνο θα ποτίσω
και τ` άψυχο κουφάρι σου στον ταύκο θα γκρεμίσω,
έκεια που ρίξαν τσοι βοσκούς τα χέρια τα δικά σου,
έκεια `πο σήμερα Αγά, θα-ν-είν` η κοιμηθιά σου.
Οι εδικοί σου κόκκαλα να θάψουν, δεν θα βρούνε
κι έτσα οι ψυχές απού στειλες, στον άδη, θα χαρούνε».
***
Σαν δυο αγρίμια που `χουνε αμάχη και μουγκρίζουν,
καταχτυπούν τα πόδια τους κι από το στόμα αφρίζουν,
μα πριν αρχίξουν τον καυγά, τα δασκαλεύγει η φύση
κι ασάλευτα νημένουνε ποιο θα πρωτοκινήσει,
έτσα κι αυτοί ξανοίγανε στα μάθια ο γης τον άλλο
ασάλευτοι, και νήμεναν κάποιος να κάμει ζάλο.
***
Παίζει το σάλτο ο Αγάς και στο μπεγίρι βγαίνει
τ’ ομορφοπλούμιστο σπαθί απ` το φουκάρι σέρνει,
ύστερα με τρανή φωνή τ` άλογο νιματίζει
κι αυτό σηκώνεται ορθό, άγρια χλιμιντρίζει,
σαν το λιοντάρι εχύμηξε, τα μάθια του γυαλίζουν,
τα πέταλα στα πόδια του σα τσ` αστραπές σπιθίζουν,
μα ο βοσκός ως το θωρεί τη βέργα του σηκώνει,
τα δόντια σφίγγει και στη γη τα πόδια του στυλώνει,
γυρίζει και του μπεγιριού στο καύκαλο του δίνει
κι από το χτύπο, αντίλαλος εις το βουνό εγίνη.
Εθρούλισε η κεφαλή και το μυαλό του εχύθη,
έτσα τ` ανήμερο θεριό για
πάντα εκοιμήθη.
Μα πριν να πέσει τ` άλογο ο Τούρκος ξεπεζεύγει
και να σκοτώσει το βοσκό με το σπαθί γυρεύγει.
Γυρίζει τότε ο βοσκός τη βέργα τη μεγάλη,
πριν να τον έβρει το σπαθί
του δίδει στη μασχάλη.
Μάργωσε η χέρα του Αγά, η δύναμη του εχάθη
κι ήσυρε δυνατή φωνή απ` τση ψυχής τα βάθη,
Ξεσμιλιωθήκαν τα οζά που στέκαν στα χαράκια
κι άγρια φτερωκόπησαν στσι δέτες τα γεράκια.
***
Σαν το θεριό που το `χουνε οι κυνηγοί ζωσμένο
και σέρνετ` αβοήθητο, βαριά τραυματισμένο,
μα όσο θωρεί το τέλος του πως έχει μπλιό σιμώσει
τόσο λυσσά και μάχεται του χάρου να γλιτώσει,
έτσα κι ο Αγάς ως ήνιωσε το Χάρο να ζυγώνει
ελύσαξε και το σπαθί με δύναμη σηκώνει,
στο μπέτη ήπαιξε του νιου, απού `στεκε ανάδια,
δεν τον βρήκε μά `κοψε τση βούργιας τα βαστάγια.
Τη βέργα τότε ο βοσκός πιάνει απ` το γυρίδι,
όφκερο βρίχνει τον Αγά και στο λαιμό του δίδει.
Επήρε του τη δύναμη, κόπηκ` η αναπνιά του
τα μάθια του θολώσανε, μπλάβισε η θωριά του,
χάμε στη γη κυλίστηκε, τρέμουλο τονε πιάνει,
αίματα μαύρα και πηχτά από το στόμα βγάνει.
Τη βέργα τότε ο βοσκός χάμε τηνε μολέρνει
κι από το πόδα τον Αγά στον πρίνο τονε σέρνει.
Σαν το κοπέλι ο Αγάς εντάκαρε να κλαίει
την ύστερη του αναπνιά ήβγαλε και του λέει:
«Λυπήσουμε μωρέ βοσκέ κι άσε με σκιάς να ζήσω
την όμορφη Μπεβάρδαινα χήρα να μην αφήσω
και `γω σου δίνω τα οζά, στο κάμπο τα μουρέλα,
δίνω σου εγώ κι ολόχρυσα τσεκίνια μια κασέλα».
Ο νιός τον Τούρκο ξάνοιξε που μαύρο δάκρυ χύνει
στον μπέτη τονε πάτησε κι απόκριση του δίνει:
«Δε θέλω απ` τα μουρέλα σου, ούτε από τα οζά σου,
δε θέλω τα τσεκίνια σου μήτε και τα φλουριά σου,
μόνο ετοιμάσου δα Αγά να σμίξεις με το Χάρο
και μάθε τη γυναίκα σου ταίρι μου θα την πάρω».
Βγάνει το σφαγομάχαιρο εις στο λαιμό του δίδει
και σκέπασε τα μάθια του, το μαύρο το σκοτίδι.
Τον πρίνο με το αίμα του, ως τού `ταξε, ποτίζει
και τ` άψυχο κουφάρι του στον ταύκο το γκρεμίζει.
Έκεια επόμειν` άθαφτος με τσοι βοσκούς ομάδι
κι η μαυρισμένη του ψυχή κατέβηκε στο Άδη.
***
Την νύχτα νήμενε ο νιός κι απόκειας κατεβαίνει
εις το χωριό παραχωστά, τη Τουρκοπούλα παίρνει.
Απείς βαφτίστη χριστιανή αλάργο ξοριστήκαν
σε ρημοκλήσσι πήγανε κι εκειά στεφανωθήκαν.
Στα όρη εκονέψανε, κάμαν τη φαμελιά τους
και ζήσανε χαρούμενοι, αυτοί και τα παιδιά τους.
***
Όση κι αν έχει δύναμη, όσα κι αν έχει πλούτη
πρέπει να ξέρει ο κάθαεις πως στη ζωή ετούτη,
τα κρίματα και τσ` αδικιές απού `χει καμωμένα
πριχού να φύγει απ` τη ζωή θα τα `χει πλερωμένα.
Η μοίρα δεν αποξεχνά, πάντοτε βρίχνει τρόπους
και τιμωρεί τσοι δίμουρους και τσοι κακούς ανθρώπους.
Γι` αυτό, καλά ο άνθρωπος πρέπει να το λογιάζει
και τη ζωή του στο κακό να μη τηνε ξοδιάζει.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου