Ο ΜΠΕΒΑΡΔΟΣ Μέρος Α΄

 

Ο ΜΠΕΒΑΡΔΟΣ

Μέρος Α΄




Ο παρακάτω δεκαπεντασύλλαβος, είναι εμπνευσμένος από μία μικρή ιστορία της Τουρκοκρατίας. Θα δημοσιευτεί σε δύο μέρη.

 

 

Στην Κρήτη όντε διαφέντευγε το τούρκικο ασκέρι

ένας αγάς εκόνευγε στου Κόφινα τα μέρη.

Όλοι τονε φοβότανε Μπεβάρδος το όνομά του,

σαν το θεριό η όψη του, σαν μουγρητό η λαλιά του.

Με ασωτίες, με κλεψές επέρνα τη ζωή του,

μόνο με αίμα χριστιανών εμέρευγε η ψυχή του.

Είχε ο Αγάς ολάκερη, τη Μεσαρά ρημάξει,

πλούτη απού ‘ταν ζηλευτά είχενε αποτάξει.

Μουρέλα είχε που σαφή ήτονε φορτωμένα

και εις τα όρη είχ` οζά χρυσοσκλαβερομένα.

Κάθε χρονιά, ένα βοσκό ήθελε για τα οζά του

μα όποιος επήγαινε, κακά ήταν τα ξέτελα του.

Χίλια οζά αμοναχός, ολοχρονίς παντούσε,

και στα κελάρια του αγά τυριά εκουβαλούσε.

 

Όταν ελόγιαζε ο Αγάς πως είχε μπλιό σιμώσει,

η ώρα που τη βοσκική έπρεπε να πλερώσει,

ήλεγε τότε του βοσκού: « οθε τη κορφή θα δώσω

έκεια να ρθείς την ταχυνή ανε θες να σε πλερώσω».

Όταν εσμίγαν στην κορφή κι άλλος δεν τσι θωρούσε,

μέσα σε ταύκο, ο Αγάς βαθύ τονε πετούσε

κι αφού κιανείς δεν κάτεχε ιντά `χε καμωμένο,

κάθε χρονιά άλλο βοσκό είχενε σκοτωμένο.

 

***

Μα μια φορά είχε ο αγάς, εις τα οζά βαλμένο

ένα βοσκό λιοντόψυχο, τρανό, γεροδεμένο.

Τα μάθια του κατάμπλαβα, άγρια η θωριά του,

μαύρα πυκνά τα γένια του, μαύρα και τα μαλλιά του.

Στα όρη ανεθράφηκε δίχως γονιού κανάκια,

οσάν τ` αγρίμι εσκάλωνε σε φρούδια, σε χαράκια.

Από μικιό η βοσκική ήταν παρηγοριά του,

τη μάντρα είχε σπίτι του, αδέρφια τα οζά του.

 

***

Με δίχως κόπο τα οζά του Αγά εξολαλούσε,

αργά-ταχιά τα μάντριζε, την αρμεγιά κινούσε.

Το γάλα μονοπάντιζε, ήκανε το σταυρό του

να `χει στη τυροκόμιση το θιο εις το πλευρό του.

Απείς το καλοσύρωνε μέσα σ’ ένα καζάνι,

πάνω σε σιγανή φωθιά τό `βανε να ζεστάνει,

πριχού να κάψει τό `παιρνε απ` τη φωθιά πιο πέρα

κι απ` το κιουπί, δυό κουταλιές, ήβανε αγαστέρα,

με το καπάκι σκέπαζε το γάλα στο καζάνι

και λίγη ώρα τό `φηνε, τυρόπηγμα να κάνει.

Σαν έπηζε δεν ήφηνε το γάλα να κρυώσει,

τό `βανε πάλι στη φωθιά καλά για να πυρώσει,

με το ταράχτη εχτύπαγε καλά-καλά το γάλα,

και τη μαλάκα μάζωνε με τρυπητή κουτάλα,

την ήβανε σ` ένα τουπί μα πριν να το κρεμάσει

όσο εμπόριε το `σφιγγε σκουλίκους να μην πιάσει,

την άλλη μέρα απ` το τουπί το `βγαζε να στεγνώσει,

σε τάβλες πάνω το `βαζε μιαρό να μην σιμώσει,

μες το μιτάτο το `φηνε μια ολιά καιρό να μείνει,

να πομεστώσει, να ψηθεί, τυρί καλό να γίνει.

Έτσα ‘χε πάντα του Αγά τα οζά καλοθρεμμένα

και φίσκα τα κελάρια του τυριά, καλοσασμένα

 

***

Μια Τουρκοπούλα όμορφη είχε ο αγάς παρμένη

πού ‘μοιαζε σαν τη πέρδικα τη μυριοπλουμισμένη.

Μακρά ξανθά `χε τα μαλλιά, βερτζί το πρόσωπό της

σκλάβο τζη κάνει όποιον τη δει, μ` ένα χαμόγελο της.

Απ` τον Αγά μαρτύρια πολλώ λογιώ τραβούσε,

  στη κόλαση καθημερνώς εθάριενε πως ζούσε.

Εκάτεχ` η Μπεβάρδαινα ιντά `χε ο Αγάς καωμένο,

μια αργαδινή που `χε πιωθεί τση το `χε λεωμένο,

πως τσοι βοσκούς που στα οζά, φαμέγιους είχε βάλει

στον ταύκο μέσα τσοι `ριχνε που ήτονε στο κορφάλι,

μα κείνη δεν εμίλιενε, σαφή ‘τονε κλαμμένη,

φοβόταν μην βρεθεί κι αυτή στον ταύκο πεταμένη.

 

***

Θώριε η Μπεβάρδαινα το νιο απού συχνοπερνούσε

και μες στα στήθια της βαρύς, πόνος τηνε κρατούσε

γιατί `ταν κρίμα έτσα τρανό, όμορφο παλικάρι

αντί παράδες, θάνατο για πλερωμή να πάρει.

Είχε στο νου τζη κάθε αργά, έγνοια πολλά μεγάλη

πώς να μιλήσει του βοσκού, ο αγάς μη κακοβάλει.

Μ’ από τη έγνοια την πολύ ήρχιξε να φουντώνει

μες την καρδιά τζη ο έρωτας, και σαν κερί την λειώνει.

 

***

Ποιος λογαριάζει το μικιό το σπόρο μες το χώμα

που μήδε φύλλο πράσινο δεν ήβγαλε ακόμα,

μα σαν φυτρώσει, κι από τη γη σιγά-σιγά προβάλει

φύλλα, βλαστούς, κλαδιά, αθούς με τον καιρό θα βγάλει,

κι όσο μπορεί τσι ρίζες του, μέσα στη γη θ` απλώσει,

δεντρί μεγάλο θα γενεί καρπούς, πολλούς θα δώσει,

έτσα κι έρωτας, μικιός, μες τη καρδιά τση εμπήκε

σιγά-σιγά εφύτρωσε, ανάδωση εβρήκε,

ερίζωσε πολύ βαθειά, δεντρό μεγάλο εγίνη

μ` αντί για άνθη και καρπούς, μαύρη φωθιά τση δίνει.

 

***

Ο νιός εξάνοιγε κρυφά την όμορφη Τουρκάλα

με τα ολόξανθα μαλλιά, τα μάθια τα μεγάλα,

κι αγάλι-αγάλι ο έρωτας στα σωθικά του εμπήκε

μέσα στο μπέτη την καρδιά αμάλαγη εβρήκε,

κείνη τη φλόγα τ` άναψε που μέρα-νύχτα καίει,

μ` αυτός βαστά τον πόνο του, κρυφό και δεν τον λέει.

Εθάριε πως έτσα λογιώ εμπόριε να μερώσει

μα ποιος μπορεί, πολύ καιρό, τέτοια φωθιά να χώσει.

 

***

Σα να `χεις μια βαθειά πληγή και κακοφορμισμένη,

που βότανο ξαρωστικό δεν τηνε παγουδιαίνει

μα όσο τη χώνεις πια καλά να μην τη βλέπουν άλλοι

τόσο ο πόνος πιο βαρύς στα μάθια θα προβάλει,

έτσα κι ο νιός τον πόνο του στα σωθικά του χώνει

μα αντί να σβήσει τη φωτιά, έτσα τη σοφουντώνει.

Δεν ήθετε, δεν ήτρωγε, σαν του νεκρού η θωριά του,

 από μακριά γροικούντανε τ’ αναστενάγματά του.

Κι αφού εθώριε  δίχως τση σαν το κερί θα σβήσει,

παίρνει βουλή ογλήγορα να πάει να τση μιλήσει.

 

***

Μια μέρα που `χενε ο αγάς πολλές δουλειές στη χώρα

κι ο νιός εκάτεχε καλά πως θα `λειπε πολυώρα,

τη στράτα δίχως να σκεφτεί για το κονάκι παίρνει,

από τη χέρα τον βαστά, ο πόθος και τον σέρνει.

Την όμορφη Μπεβάρδαινα, την βρίσκει στην αυλή της

σε μια πεζούλα πέτρινη καθόταν μοναχή της.

Τα χείλι του ξεράθηκαν, η κεφαλή του καίει,

με χαμηλά τα μάθια του σιμώνει και τση λέει:

«Κυρά μου βρήκα σήμερο το θάρρος να μιλήσω

κι ότι μου καίει την καρδιά να σου το μολογήσω.

Στη δούλεψή σας βρίσκομαι εδά κοντά `να χρόνο,

πάντα σεμνά και ταπεινά στο σπίτι σας σιμώνω.

Τη βοσκική τη ρέγομαι, τα οζά `χω σαν παιδιά μου,

τα όρη είν` το σπίτι μου, τ` αγρίμια συντροφιά μου.

Μα εδά τα οζά παντόνιαρα, στα όρη μπλιό δε βγαίνω

γιατί στο μπέτη μου βαθειά, πληγή `χω και δε `γαίνω.

Πληγή που μου την άνοιξε τ` ολόλευκό σου χέρι

με της αγάπης το μικιό ασημωτό μαχαίρι.

Εμπέρδεσα στον έρωτα και ποιος με ξεμπερδένει,

  σαν την κλωστή κομπόδεσα στσ` αγάπης σου το χτένι.

Σαφή ομπρός μου βρίχνεσαι δίχως να σου παντίξω

και στ` όνειρό μου σε θωρώ τα μάθια σα σφαλίξω.

Όσο ξανοίγω τη φωτιά, να σβήσω που με λειώνει

σαν το βοριά ο έρωτας φυσά, και τη φουντώνει.

Στα δυο σου χέρια με κρατάς, κεράκι αναμμένο

κι αν δεν με θές, φύσα γερά, σβήσε το, και ποθαίνω».

 

***

 

Ως ήκουσ` η Μπεβάρδαινα, ο νιός ίντα λογάται

το στήθος τση καταχτυπά, κλαίει κι απειλογάται:

Άχι και πως τον νταγιαντώ στα στήθια μου τον πόνο

που ‘ ναι βαρύ, ασήκωτο το μυστικό που χώνω.

Μικρό κοράσι ήμουνε, πουλί ξεπετασάρι

ο Αγάς όταν εζήτηξε γυναίκα να με πάρει.

Ίντα να πω τση μοίρας μου που δικασμένη μ` έχει

μέρα και νύχτα ποταμός το δάκρυ μου να τρέχει.

Απ` τον Αγά μαρτύρια έχω πολλά περάσει,

 δε το θυμούμαι μια φορά να `χω χαμογελάσει.

Κατέχω έχει σε πολλούς κρίματα καμωμένα,

κι αν μέχρι τώρα κιανενούς δεν τα `χω λεωμένα,

εδά θαρώ πως έφταξε η ώρα να μιλήσω

σε τέτοιο κρίμα δεν μπορώ τα μάθια μου να κλείσω.

Όσους βοσκούς έχει ο Αγάς, εις τα οζά βαλμένους

όλους τους έχει τσ` άμοιρους στον ταύκο πεταμένους.

Κι ο λόγος απου τόσουσας βοσκούς έχει σκοτώσει

είναι γιατί τον κόπο ντος δε θέλει να πλερώσει.

Από την ώρα πού `μαθα το τι `χει καμωμένο

μέρα τη μέρα ψήγομαι κι από λιγού ποθαίνω,

γιατί κατέχω πως και εσύ στου χάρου είσαι τη στράτα,

τα κάλλη σου λυπούμε τα και τα όμορφα σου νιάτα.

Φουρτουνιασμένη θάλασσα, κατάμπλαβη η μαθιά σου,

και `γω σα ψάρι επιάστηκα στα δίχτυα του σεβντά σου.

Οσάν τη βιόλα που ο χιονιάς την έχει μαραμένη

έτσα λογιώ ο έρωτας και μένα `χει καημένη.

Εγίνηκα ανέγνωρη, δεν τρώω, δεν κοιμούμαι

μόνο σαφή την έγνοια σου έχω και τυραννιούμαι.

Λυπήσου τα, τα νιάτα σου, αλάργο μπλιό ξορίσου

και με, γη δώσ` μου θάνατο γη πάρε με μαζί σου.

 

Τέλος Α΄ μέρους (συνεχίζεται)

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΣΙΟΡ ΤΖΑΝΑΚΗ

ΤΣΗ ΚΟΝΤΟΛΕΝΙΑΣ

Ο ΚΑΤΗΣ ΤΗΣ ΑΘΟΥΣΑΣ

Ο ΞΕΣΗΚΩΜΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΤΟ 1821 ΣΤΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ

ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΞΟΜΠΛΙΑ ΣΤΟ ΦΑΝΤΟ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Η ΠΕΡΑΣΑ ΤΟΥ ΦΑΡΑΓΓΑ