ΤΟ ΑΘΑΝΑΤΟ ΔΕΝΤΡΙ ΤΗΣ ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
ΤΟ ΑΘΑΝΑΤΟ ΔΕΝΤΡΙ ΤΗΣ ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
Σαν το νερό που κυλά στις φλέγες των χιονοσκέπαστων βουνών, έτσι κυλούν
στις φλέγες του Κρητικού η μαντινάδα
κι η μουσική. Αχώριστα σαν τα δίδυμα κοπέλια αυτά τα δυο, γεννιούνται και
ξαναγεννιούνται από την ίδια μάνα, τη μερακλίδικη ψυχή της Κρήτης. Η μαντινάδα
όμως είναι η μεγάλη αγαπημένη του Κρητικού. Εκεί λέει τον πόνο του, εκεί κλαίει
και γελά, λέει τα πάθη του, την ιστορία του τόπου του, εκεί φαίνεται η αντριγιά
του, η ντομπροσύνη του κι όλα αυτά ομορφοσυναγμένα
με λέξεις που γροίκησε από τον παππού του, σαν του διηγόταν για μάχες και
πολέμους σκαλίζοντας την παραστιά κι απ’ τη γιαγιά του σαν τον βαστούσε στην
ποδιά της και του ‘λεγε «της Σούσας το τραγούδι».
Μα οι μαντινάδες δεν είναι μονάχα λέξεις, έχουν μέσα τους μυρωδιές,
εικόνες, νοήματα μεστά και οι μαντιναδολόγοι έχουν θρόνο χρυσοστόλιστο στις
καρδιές των Κρητικών, οι πολύ σπουδαίοι μάλιστα κάθονται δίπλα-δίπλα με τους
γενάρχες τούτου του τόπου.
«Πατριάρχης», ο Βιτσέντζος
Κορνάρος που με τον «Ερωτόκριτο» μπήκε σε κάθε σπίτι Κρητικού και συνεχίζει για
πάνω από τρεις αιώνες να συγκινεί και να γεννά καινούργιους μαντιναδολόγους.
Βούτηξε λοιπόν ο μεγάλος μας πρόγονος τη χρυσή του πένα στο μελανοδοχείο της
καρδιάς μας και έγραψε:
...Τα μάτια δεν καλοθωρού’
στο μάκρεμα του τόπου
μα πλια μακρά μα πλια καλιά
θωρεί η καρδιά τ’ αθρώπου,
εκείνη βλέπει στα μακρά, και
στα κοντά γνωρίζει
κ’ εις έναν τόπο βρίσκεται,
κ’ εισέ πολλούς γυρίζει.
Τα μάτια να ‘ναι κι ανοιχτά,
τη νύχτα δε θωρούσι
μέρα και νύχτα τση καρδιάς
τα μάτια συντηρούσι,
χίλια μάτια ‘χει ο λογισμός,
μερού νυχτού βιγλίζου,
χίλια η καρδιά και πλιότερα,
κι ουδέ ποτέ σφαλίζου.
Η μαντινάδα μάς κλουθά
παντού, κατέχει τα χούγια μας. Στις χαρές μάς τσουγκρίζει το ποτήρι, στις λύπες
μάς αγκαλιάζει με δάκρυα στα μάτια και στις μεγάλες μάχες μάς βαστά σφιχτά το
χέρι. Ποτέ δεν σταμάτησε να μαντιναδολογεί ο Κρητικός και κάθε εποχή έχει τους
δικούς της «ήρωες». Η δικιά μας εποχή έχει πολλούς σπουδαίους μαντιναδολόγους
και ριμαδόρους μα πρώτα πρέπει να αναφερθώ στην προηγούμενη γενιά που άφησε
μεγάλη κληρονομιά. Από τους πολλούς λοιπόν «στρατηλάτες» της προηγούμενης
γενιάς μαντιναδολόγων ένας βαστά τα χαλινάρια της ψυχής μου και με οδηγεί, ο Κωστής Φραγκούλης ή Ανταίος. Πήρε
λοιπόν ο Ανταίος τα σύνεργά του κι ομορφοξόμπλιασε το ιερό τέμπλο της Κρητικής
ποίησης. Λέει ο μεγάλος μας παππούλης:
ΤΑ ΣΑ ΕΚ ΤΩΝ
ΣΩΝ
Κρήτη πολλά
μου ρόγιασες, κανίσκια και πανέρια,
μ’ αστόχαστα
τ’ ασώτεψα και φύγα μου απ’ τα χέρια.
Και τώρα που
‘φταξε ο καιρός το χρέος να πλερώσω,
θωρώ δεν έχω
τίποτα δικό μου να σου δώσω.
Λίγα λουλούδια
μοναχά, πάλι από τα δικά σου,
που μάζωξα σαν
ήρχουμου στα πατρογονικά σου.
Και στα ‘φερνα
πασίχαρος, φρέσικα και δροσάτα,
μα πέρασα
κακοτοπιές και ‘πέσα μου στη στράτα.
Κι αν ήταν ώρα
ταχινή, να ‘χω καιρό να τρέξω,
θα γύριζα στην
οξοχή άλλα να σου μαζέψω.
Μα βράδιασε
και μόχριασε κι η μέρα μπλιό μεσεύγει
κι ο τόπος
κακοτράχαλος και ποιός να τα γυρεύγει.
Γι’ αυτό κι
εγώ σου μάζωξα, πριχού να βγουν τ’ αστέρια,
ό,τι μπροστά
μου βρέθηκε, μην έρθω μ’ άδεια χέρια.
Φτάνοντας λοιπόν στο σήμερα, θωρώ τα χείλη του Κρητικού να μιλούν με
μαντινάδες, την μουσική του να είναι γεμάτη με λόγια συνταιριασμένα κι ανθοστολίζεται
η ψυχή μου. Από τον απέραντο διαλεγώνα
των σύγχρονων μαντιναδολόγων θα πω για τρεις που βαστούν το δοξάρι της
καρδιάς μου και κατέχουν να παίζουν το σκοπό που μ’ αρέσει.
Ο Αντώνης Κουκλινός, που τα λόγια του και η
τέχνη του έχουν παλαιϊνό χρώμα, λέει:
Εδά που κρύγιωσε ο καιρός...
Αλατσολιές,
λαδόνταγκο και μια γροθιά κρομμύδι,
απ’ τη
(γ)κουρούπα σίγλινα, κρασί κι απανεμίδι,
οφτή πατάτα
για ρακή, πιάσε και δυο ραπάνια,
να ξαναβγεί
του μερακλή, το κέφι στα ουράνια.
Η Μαρία Καλεντάκη που οι μαντινάδες της έχουν
την άγρια ομορφιά των Αστερουσίων και τον πλούτο της Μεσαράς, γράφει:
Αν θες ν’ ανθίσει ο κήπος
σου στο πέρασμα του χρόνου
πρώτα να ρίξεις το νερό στο
κήπο του γειτόνου.
Αν δεν αστράψει δεν βροντά
κι αν δεν βροντά δεν βρέχει
κι αν δεν χαράξει ανατολή
βασίλεμα δεν έχει.
Ο Μιχάλης Λουλάκης που οι στίχοι του με
χτυπούν κατάστηθα κι ανοίγουν την καρδιά μου σαν το ρόδο, λέει:
Ποιος Μάης δεν
εζήλεψε τα όμορφά σου ρόδα,
χειμώνα δεν
εγνώρισα απ’ όντα σε πρωτόδα.
Όλα τ’ αλλάζει
ο καιρός κι όλα τα φέρνει βόλτα
και δεν
πομένει τίποτα αμάλαγο σαν πρώτα.
Όσο θα ανθίζει το μερακλίκι στο μπέτη του Κρητικού, όσο θα γλεντίζει τη
ζωή και τον θάνατο, όσο θα πατεί πάνω σε προγονικά απόζαλα, όσο θα γεννά ο νους
του και θα τραγουδούν τα χείλη του μαντινάδες, τόσο θα ριζώνει πιο βαθειά και
θα πετά αροδαμούς το αθάνατο δεντρί της Κρητικής ποίησης.
Οι μαντινάδες όπως και τα τραγούδια είναι ό τρόπος έκφρασης του κρητικού. Μπράβο φίλε μου!!
ΑπάντησηΔιαγραφή