ΣΤΗ ΠΙΑ ΨΗΛΗ ΚΟΡΦΗ ΤΗΣ ΜΑΔΑΡΑΣ

 

Ηράκλειο

24/8/25


Στη πια ψηλή κορφή της Μαδάρας


Δεν γατέχω ίντα ζυγώνουνε οι αθρώποι και σκαλώνουνε στα όρη, στσι πια ψηλές κορφές. Άλλοι θένε να φύγουνε μακριά από το βρούχος τση κάθα μέρας, άλλοι γυρεύγουνε να σιμώσουνε στο Θεό ντως, άλλοι ξανοίγουνε να βρούνε ίσαμε που φτάνουνε τα νέκαρά ντως. Εγώ είμαι από ‘κειουσάς που πολεμούνε να φτάξουνε όπου ο άθρωπος δεν εκατάφερε να βάλει τη μολεμένη του χέρα, έκεια που γροικάς μόνο τσοι τέσσερις ανέμους και τον λιμασμένο πετρογέρακα. Αφού λοιπόν αξιώθηκα και βγήκα πέντε-έξε φορές, στη στέγη τση Κρήτης, στον Τίμιο Σταυρό του Ψηλορείτη (2456 μέτρα), ώρα ήτονε να πατήσω τον ατσούμπαλο πόδα μου στη δεύτερη πια ψηλή κορφή του νησιού, στσι Πάχνες της Χανιώτικης Μαδάρας (2453 μέτρα).

Επήρα δυο ‘σόψυχους φίλους, τον Γιώργη και τον Χαραλάμπη που μαζί ντου είχε και το Γιωργιό, τον δεκατριάχρονο γιο του, το ανήμερο θεριό που μας ήκανε να καταλάβουμε πως είμαστε μπλιο γερόντοι. Ο πια εύκολος τρόπος για ν’ ανέβεις στσι Πάχνες είναι από την Ανώπολη Σφακίων, εκανόνισα λοιπόν να ξωμείνουμε στο χωριό σε ένα δωμάτιο που οι ιδιοκτήτες θα μασε βγάνανε ψηλά, ‘σαμε που τελειώνει ο αμαξωτός κι από έκεια θα σκαλώναμε αμοναχοί μας. Αφού εφτάξαμε στο δοξασμένο χωριό που ενέθρεψε τον πατριάρχη των Κρητών ηρώων, τον Δασκαλογιάννη και θαυμάσαμε τη Σφακιανή λιτότητα σε όλο της το μεγαλείο τακτοποιηθήκαμε στο δωμάτιο μας και κανονίσαμε στσι έξε την ταχινή να μασε βγάλουνε ως τον Μαύρο Χάρακα, περίπου 1900 μέτρα υψόμετρο, με φορτηγό.




Ανεβαίνοντας τ’ αποξημερώματα προς τα Λευκά Όρη


Εσηκωθήκαμε 5 η ώρα, ετοιμάσαμε τσι βούργιες μας (τις σύγχρονες βούργιες, τα σακίδια), εβάλαμε ζεστά ρούχα, επήραμε τα βεργαλάκια μας κι εντακάραμε τον κακοτράχαλο δρόμο για τη Μαδάρα. Πριν να προλάβουμε να μπούμε στο πυκνό πευκόδασος της Ανώπολης, να σου το πρώτο συναπάντημα, ένα μικιό περδικάρι που ομορφοσάλευγε στο πλάι του δρόμου και σαν μας είδε ήπαιξε φτερό και χάθηκε. Ίσαμε να φτάξομε στον Μαύρο Χάρακα, παντίξαμε πολλές αίγες, πεύκα γέρικα που εθάρριες πως ήτονε πετρωμένα και λίγα κατσοπρίνια. Μα σαν εφτάξαμε στον τόπο που λέγεται Ορεινή Έρημος, εζήτηξα από τον οδηγό να σταματήσει. Έπαε φαίνεται σου πως είσαι στη Σελήνη, έτσα λοής θέαμα δεν είχα ξαναειδωμένο. Σχεδόν ολόγδυμνα χαράκια, άλλα μαγληνά κι άλλα ωσάν τα μαχαίρια. Επήρα φωτογραφίες και συνεχίσαμε ίσαμε τον προορισμό μας.




Η περίφημη Ορεινή Έρημος


Εφτάξαμε, εκατεβήκαμε από το αμάξι και ποχασκώσαμε. Πάνω απ’ την κεφαλή μας έστεκε ο Μαύρος Χάρακας, που ήμοιαζε ωσάν το ηφαίστειο και που ήπρεπε να τον διαβούμε. Το τοπίο έπαε είναι πια άγριο από τον Ψηλορείτη. Χαμηλά δάσος πυκνό κι απείς βγεις απ’ το δάσος, πενήντα οχτώ κορφές πάνω από δυο χιλιάδες μέτρα υψόμετρο. Χαράκια θεόρατα, πότε μαύρα ωσάν τη πίσσα, πότε κόκκινα, πότε γυαλιστερά, πότε άσπρα σαν τον χασέ. Είκοσι λεπτά σαλεύγαμε στα πλάγια του Μαύρου Χάρακα, σάμε που εφτάξαμε στσι Ρουσσιές, ένα μικιό υψίπεδο. Έπαε υπάρχει μια στέρνα που μαζώνει το νερό για τα οζά κι ένα παλιό κτήρι. Ρουσσιές λέγεται γιατί ο τόπος είναι κατακόκκινος. Αριστερά το μονοπάτι βγάνει στσι Πάχνες, που ευτυχώς το έχουνε σημαδέψει άριστα (ακόμα κι ένας παράουρος σαν κι εμένα αποκλείεται να χαθεί) και δεν κάναμε άσκοπα ζάλα, μα κι ο καιρός μασε λυπήθηκε και ήτονε καλονή, μια ολιά βοράς εφυσούσε για να μασε θυμίζει ποιος είναι ο αφέντης έπαε απάνω και μας ανάγκασε να φορούμε σάκους, γάντια και σκούφους.



. ..Ω την παντέρμη φύση, πόσους τρόπους δεν κατεργάζεται...




Εντακάραμε να ανηφορίζομε προς τσι Πάχνες και παντίχναμε που και που αγκαθερούς θάμνους με λούλουδα μικιά. Ω την παντέρμη φύση, πόσους τρόπους δεν κατεργάζεται για να επιβιώσει. Αυγουστιάτικα, στο πιο άγριο βουνό τση Κρήτης, να θωρείς λουλουδιασμένους αθούς μέσα στα χαράκια. Μιάμιση ώρα εσαλεύγαμε κι ομπρός μας εφάνηκε επιτέλους η κορφή μα είχαμε ακόμη στράτα ζόρικη, ήπρεπε να σκαλώσομε σε βράχους που από κάτω χάσκανε γκρεμνά. Δεξά κι αριστερά λάκκοι θεόρατοι που εστάλιζε το χιόνι έκεια σάμε τον Ιούνιο και κορφές αμέτρητες, άλλες κοντά κι άλλες χωσμένες μέσα στα νέφη μακριά όπου έφτανε το αμάτι σου.



. ..το μονοπάτι, το μόνο ανθρώπινο σημάδι, εδώ πάνω


Επιτέλους μετά από δυο ώρες εκαταφέραμε να πατήσομε την κορφή. Ξεθεωμένοι μα χαρούμενοι που επετύχαμε τον σκοπό μας, εκάτσαμε κι ήπιαμε μια ρακή (τσικουδιά ως τη λένε πολύ σωστά οι Χανιώτες) στην υγειά του αθρώπινου πείσματος που μπορεί, όταν είναι για καλό, να κάμει θαύματα. Πριν ντακάρουμε την πια δύσκολη, όπως αποδείχτηκε, κατάβαση, εστάθηκα και ξάνοιξα γύρω τα Λευκά όρη. Ο Βοριάς βρουχούντανε, ο ήλιος καβαλάρης του ουρανού και το μονοπάτι, το μόνο αθρώπινο σημάδι στο βουνό. Δεν γατέχω γιάντα, μα μονάχα στσι κορφές φτεροκοπά ο βαρεσάρης ο νους μου, μονάχα τις κορφές ρέγομαι για κατοικιά μου.


Λουκαδάκης Νίκος

«Δαφνιανός»

niloukadakis@yahoo.gr


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΚΡΗΤΗ-ΜΑΝΗ

ΔΙΩΜΑ- ΣΟΥΣΟΥΜΙ

ΑΝΑΘΡΟΦΗ

ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΡΕΜΟΥΝΤΑΙ ΑΠ' ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ

Εκείνη τη Δευτέρα του Οκτώβρη

ΖΑΛΑ ΤΗΣ ΠΡΕΠΙΑΣ