ΤΣΗ ΚΟΝΤΟΛΕΝΙΑΣ
Τση Κοντολενιάς
...κι αμοναχός μου πόμεινα σαν το δεντρό στο δέτη...
Γέρος τρεις χρόνους γούζεται, έρμος ξεταιριασμένος
του Θιού παραπονούμενος, του χάρου μανισμένος,
σκυφτός ομπρός στην παραστιά τον άθο ‘νεχουμίζει
τσοι περαζόμενους καιρούς με πίκρα ντουχιουντίζει,
πως ήτονε, πως πόδωκε κι ίντα λογιώ να διάξει,
τσ΄ αμοναξάς το σεντεμέ πώς να τονε βαστάξει.
Κλειδώθηκε στο σπίτι ντου, αθρώπου δεν σιμώνει
μήδε ‘ποβεγγερίσματα στσι γειτονιές ζυγώνει,
κρασί δεν θέλει να γευτεί, ρακί δεν του μυρίζει
κι ό,τι φαΐ ερέγουντο εδά του ανοστίζει.
Ολημερίς τα χείλη ντου είναι ποσφακωμένα
και τρέχουνε τα μάθια ντου δάκρυα πυρωμένα.
***
Στενάζει κι ανεστουλουχά, ο νους του μυρμιδιάζει
στον τοίχο τη κορνίζα ντως θωρεί κι αναστενάζει,
απού ‘ναι αυτός στη μια μερά, αρχοντοκαθισμένος
με τα καλά στιβάνια ντου ‘μορφοκαλικωμένος
και δίπλα ντου η Κοντολενιά, ορθή ‘ποκαμαρώνει,
φορεί χρυσούς αμπροκαμούς και μεταξένια ζώνη.
***
Με κόπους ‘νεσηκώνεται τα μάθια ντου σφουγγίζει
τη κρουσσωτή μπολίδα ντου στην κεφαλή στρουφίζει,
σιμώνει με βαρύ καημό μπροστά στο ‘κονοστάσι,
μέσα στη βούργια που η Λενιά για σκολινή ‘χε σάσει,
βάνει λιβάνι μερτζουβί, φυτίλια, καρβουνάκι
λάδι και τον πυρόβολο από το μουτουπάκι.
Χουφτώνει το βεργάλι ντου, απ’ την αυλή πορίζει,
ζάλο το ζάλο πορπατεί όντε ποδιαφωτίζει,
τα καλντερίμια του χωριού κατσά-κατσά διαβαίνει
στο μνήμα τση Κοντολενιάς φτάνει κι απείς ντακέρνει,
ανάβει το καντήλι τζη, με σέβας θυμιατίζει
μπρος στη φωτογραφία τζη με στεναγμούς καθίζει,
φιλεί τη, χαϊδεύει τη, διπλοσταυροκοπάται
με πίκρα τση γλυκομιλεί και τση παραπονάται:
«Άχι μωρή Κοντολενιά, το έρμο μου κισιμέτι
κι αμοναχός μου πόμεινα σαν το δεντρό στο δέτη.
Στο σπίτι μέσα ολημερίς, του χάρου τριμυχούμαι,
φαΐ δεν μου μυρίζει μπλιο και στανικώς κοιμούμαι.
Μήδε βεγγέρες ρέγομαι, μήδε και το ντουκιάνι
φωθιά ‘χω μες στο μπέτη μου π’ άφτει και δεν πομπάνει.
Απ’ όντε-ν-ήφυγες Λενιά σκοτείνιασε το σπίτι
κι άλλο δεν έχω διχαβρέ απ’ τη δική σου λήτη.
Ξεράθηκαν τα ρόδα σου, οι βιόλες δεν φυτρώνουν
και τα κατσούλια που ‘θρεφες μπλιο δεν ξανασιμώνουν.
Βούρκιασε το πεζούλι μας το μυριοασβεστωμένο
που το ΄χανε στη γειτονιά σαφί μπεγεντισμένο.
Έρμο το αργαστήρι σου, το καθησούρι του άδειο
και τα μιαρά εφάγανε τσοι μίτους και τον γκάρδιο,
ραΐσαν τα πιθάρια σου, σκουριάσαν τα τσικάλια
και στη κασέλα τα προυκιά γενήκαν μαστραχάλια.
Γιάντα Λενιά μου με ‘φηκες να ζω μες στο σκοτάδι
και γιάντα σκιας στον ύπνο μου δεν έρχεσαι το βράδυ
να γλυκοροζονάρομε, τα ντέρτια μας να πούμε
κι απόκειας για στερνή φορά να σφιχταγκαλιαστούμε.
Γιάντα Λενιά δεν μου μιλείς.
Λουκαδάκης Νίκος
«Δαφνιανός»
niloukadakis@yahoo.gr
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου