ΠΑΠΠΟΥ ΜΟΥ ΑΓΑΠΗΜΕΝΕ

 


Παππού μου αγαπημένε


«…Μια λέξη πάντα σε όλη μου τη ζωή, με τυραννούσε και με μαστίγωνε· η λέξη ανήφορος…»

Νίκος Καζαντζάκης

Αναφορά στον Γκρέκο


Παππού μου αγαπημένε. Απ’ τα γεννοφάσκια μου με πήρες και με ταξίδεψες. Παντού με πήγες κι είδα πολλά. Αυτά όμως που χαράχτηκαν βαθιά στην παιδική μου μνήμη είναι, τα γαλαζοπράσινα μάτια του Ζορμπά που φωτίζονταν ως έπαιζε το σαντούρι, η παχιά χερούκλα του Καπετάν Μιχάλη να χαϊδεύει τα καπούλια του λιόμαυρου αλόγου του Νουρήμπεη, κι εκεί στη Λυκόβρυση, το Μανολιό, με τα χέρια ανοιχτά σαν Εσταυρωμένος, να λέει: «Σκοτώστε με» και τον γέρο-Λαδά να τσιρίζει: «Θάνατος, θάνατος!».




Οι αρμηνιές σου Παππού μου αγαπημένε, αχ αυτές οι αρμηνιές σου…



Οι αρμηνιές σου Παππού μου αγαπημένε. Αχ, αυτές οι αρμηνιές σου, φορτίο ασήκωτο είναι. Ήλεγές μου: « Μια αστραπή είναι η ζωή μας…μα προλαβαίνουμε». Μιαν αστραπή είναι κιόλας. Ένα ανοιγοκλείσιμο των ματιών και πέταξε το κουζουλό πουλί της νιότης. Μιαν ανασεμιά κι ήφταξε το λευκό νυχτοπούλι των γηρατειών. Μα αλήθεια είναι πως προλαβαίνουμε. Προλαβαίνουμε ν’ ανοίξουμε τα παραθυρόφυλλα της ψυχής μας, που αράχνιασαν στο σκότος. Προλαβαίνουμε να σύρουμε τη χέρα μας απ’ την ιδρωμένη παλάμη της μοναξιάς και να χαϊδέψουμε το καρνάδο μάγουλο της αγάπης. Προλαβαίνουμε, μα δεν θέλουμε. Μιαν αστραπή είναι η ζωή μας Παππού….κι εμείς τη σπαταλάμε.

Με ξάνοιγες με αυστηρό βλέμμα και μου ‘λεγες: «Ν’ αγαπάς την ευθύνη, να λες εγώ, εγώ μοναχός μου θα σώσω τον κόσμο. Αν χαθεί εγώ θα φταίω». Αγκάθινο λουλούδι η ευθύνη, ποιος θα τ’ αγγίξει δίχως να ματώσει, ποιος θα ματώσει και θα πει: «Χαλάλι κι η τελευταία μου ρανίδα, φτάνει μόνο να ‘χω τούτο το χιλιόμορφο, μοσχομύριστο λουλούδι στη χέρα μου». Εμείς, Παππού μου αγαπημένε, γυρίζουμε την πλάτη μας στην ευθύνη και κλουθούμε το καλοστρωμένο μονοπάτι της αδιαφορίας. Χάνεται ο κόσμος Παππού και φταίω εγώ, μονάχα εγώ.

Η αρμηνιά σου όμως που με στοιχειώνει είναι αυτή που μου ‘λεγες σαν με θώριες μανισμένο: «Δεν υπάρχει βαρύτερη τιμωρία από τούτη, να απαντάς στην κακία με καλοσύνη». Στάζει η κακία απ’ την καρδιά μας, απ’ τα χείλη μας, κι η καλοσύνη, μαλαματένια λέξη, κείτεται ‘ποξεχασμένη, θαμμένη στα κατάβαθα του εγωισμού. Βουνό απάτητο τούτη η αρμηνιά κι όποιος θα φτάξει στην κορφή, φτάνει κι αγγίζει τον Θεό, μα εμείς Παππού μου αγαπημένε, ούτε τον άνθρωπο δεν φτάνουμε ν’ αγγίξουμε.

Εσύ Παππού, έκαμες το χρέος σου. Έπιασες το φως και με τα δυο σου χέρια. Το γύρευες σ’ όλη σου τη ζήση με ανοιχτά μάτια, με λεύτερη καρδιά, ώσπου το ‘φταξες. Ξεκινώ λοιπόν κι εγώ, κάνω ένα βήμα ομπρός με πείσμα. Κλουθώ τ’ απόζαλά σου και δεν λογιάζω μήτε φόβο, μήτε ελπίδα. Απ’ το δεύτερο βήμα ζορίζομαι κιόλας, μα δεν με νοιάζει. Κόντρα του καιρού, κόντρα τση λογικής που σκληρίζει μες στα αυτιά μου. Σαλεύω κι έρχονται ξοπίσω μου κι άλλοι, δεν είμαι μοναχός. Εδά, Παππού μου αγαπημένε, που ‘φταξε ο ήλιος δυο κοντάρια απ’ τη δύση, την αρμηνιά σου την στερνή θα την κάμω πράξη, ως μου ‘λεγες: «Φτάσε όπου δεν μπορείς, παιδί μου…φτάσε όπου δεν μπορείς».



Λουκαδάκης Νίκος

Ο Δαφνιανός”

niloukadakis@yahoo.gr

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΣΙΟΡ ΤΖΑΝΑΚΗ

ΤΣΗ ΚΟΝΤΟΛΕΝΙΑΣ

Ο ΚΑΤΗΣ ΤΗΣ ΑΘΟΥΣΑΣ

Ο ΞΕΣΗΚΩΜΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΤΟ 1821 ΣΤΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ

ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΞΟΜΠΛΙΑ ΣΤΟ ΦΑΝΤΟ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Η ΠΕΡΑΣΑ ΤΟΥ ΦΑΡΑΓΓΑ