ΨΗΛΟΡΕΙΤΗΣ, ΠΕΤΡΩΜΕΝΟ ΑΓΡΙΜΙ
Ψηλορείτης-Πετρωμένο αγρίμι
Άγριο θεριό, πετρωμένο αγρίμι, χίλια μύρια σεφέρια κοιλοπονούσε η μάνα σου η θάλασσα όντε σ’ εγέννα. Μα δεν σε ‘βαλε σε λίκνο, μήτε σε βύζαξε απ’ τ’ αφρισμένο στήθος της. Ορθό σε ‘στεσε να ριζοπατήσεις. Μια πατουχιά στη δύση και σείστηκε η άβυσσος, μια πατουχιά στην ανατολή και σείστηκε ο ουρανός. Αντίμαχος του ήλιου απ’ την πρώτη φορά που τον αντίκρισες, ορτάκης του φεγγαριού απ’ την πρώτη νυχθιά που έριξε το φως του πάνω σου.
Σήκωσες την κεφαλή σου κι ο ίσκιος σου απλώθηκε σε αρχαίες πολιτείες και σε χωριά ασβεστωμένα. Μαύρο νέφαλο τυλίχτηκε στην κορφή σου, μαντήλι κρουσσωτό. Χιόνι κρουσταλλιασμένο έπεσε στη ράχη σου, βαρύς αιώνιος γαμπάς. Κοκκινίζει και λυσσά ο ορίζοντας που δεν φτάνει να σε γυρομαντρίσει. Σύζηλο κι όχθρητα σου βαστά ο γέρο χρόνος γιατί δεν γονάτισες ποτέ να τονε προσκυνήσεις. Μονάχα τη μάνα σου, που σ’ όρκισε να στέκεις φάρος καταμεσής του κόρφου της, μονάχα αυτή σκύφτεις και φιλείς σαν κείτεται μαΐναρισμένη, μα κι όταν μουγκρίζει φουρτουνιασμένη, τση δίδεις αέρα ν’ αγγίξει τα δαχτύλια σου.
Μαύρο νέφαλο τυλίχτηκε στην κορφή σου…
Εκεί στην άκρα των ακρών, στ’ απάτητα φρούδια σου που μήδε ο πετρίτης δεν σιμώνει, κρέμεται ολάνθιστος ο δίκταμος που τον ζυγώνουν έχνη κι ανθρώποι. Πιο ψηλά, στις ανεμόδαρτες κορφές σου, ριζωμένη η μαλοτήρα, ξαρρωστικό του πόνου που τη θρέφουν το χιόνι κι ο κεραυνός. Δασωμένος ο μπέτης σου με πρίνους, πλατάνια, ασφένταμους και τον άγριο κυπάρισσο που τον πελεκούσαν αιώνια Αιγύπτιοι, Ρωμαίοι κι Ενετοί για να κάμουν αθάνατα τα σκαριά τους. Απ’ τσ’ αμάχες με τους καιρούς χάσκουν ανοιχτές οι πληγές σου, θεόρατα φαράγγια που τρέχουν ακόμη και ξεδιψούν την κορυζασμένη γη.
Ψηλορείτη, άγριο θεριό, πετρωμένο αγρίμι…
Βιγλάτορα τση λευτεριάς. Ποτέ δεν πάτησε πάνω σου η σκλαβιά το μαγαρισμένο της πόδι. Σπαρμένο το λιγοστό σου χώμα με κόκαλα ιερά, κατάμεστοι οι ταύκοι σου με κόκαλα ανίερα. Ποτισμένες οι άγριες βιόλες σου με σταγόνες αίμα ηρωικό, με ποτάμι αίμα βαρβαρικό. Οχυρά απόρθητα τα μιτάτα σου, αδιάβατες καστρόπορτες τα πορόμαντρά σου, ανίκητοι ιππότες οι βοσκοί σου. Στους ανήλιαγους σπήλιους σου, εκεί που γινώνεται το ομηρικό κεφαλοτύρι, ξελαφάζει η ανταρτοσύνη, παίρνει ανάσα η αντρειγιά, έχει χωσμένη η λευτεριά την ελπίδα της.
Σεβαστικά τα ζάλα μου όντε σαλεύω στη ράχη σου. Σιωπηλές οι προσευχές μου όντε σκύφτω στις αγιασμένες πηγές σου. Δωρικά τα τραγούδια μου όντε σκαλώνω στις κορφές σου. Μες στη ψυχή μου βρυχάσαι Ψηλορείτη, άγριο θεριό, πετρωμένο αγρίμι.
Λουκαδάκης Νίκος
“ Ο Δαφνιανός”
niloukadakis@yahoo.gr
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου