ΑΘΟΣ Ο ΑΡΧΑΙΟΣ
ΣΤΑ ΧΝΑΡΙΑ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ
Άθος ο αρχαίος
Ήφταξε ο Απρίλης, μπίτισε ο χειμώνας, αν τονε λες ‘δα χειμώνα έτονα τον ψευτοαμπρουλιάρη που μασε καλιμέντεψε κι οφέτος. Τα κρύατα επάψανε, οι γι-αθρώποι εντακάρανε να βάνουνε στη μπάντα τσοι σάκους και τα παχιοπλεμένα πανωφόρια ντως. Μονάχα ο άθος επόμεινε μπλιο στη μυριοπυρωμένη παραστιά και τα μουζωμένα απ’ την αθάλη μάγουλα του πυρόμαχου.
Είπα άθος κι εξεστρούφιξε ο νους μου. Άθος όχι στάχτη που θα λέγανε στην υποδέλοιπη Ελλάδα γιατί έπαε, σε τούτο τον μπεγεντισμένο και βασανισμένο τόπο, ρεγόμαστε να λέμε τσι λέξεις όπως τσι γροικήσαμε απ’ τσοι γονέους μας κι αυτοί απ’ τσοι εδικούς τως, ίσαμε να φτάξομε στσοι μακρινούς μας προγόνους. Δε τσ’ αλλάσομε εύκολα τσι λέξεις μας, προτιμούμε τσι παλαιινές, όσο πιο παλαιινές είναι, τόσο πιο πολύ ανεκολλούμαστε σ’ αυτές και ρεγόμαστε να τσι μιλούμε.
Πλένοντας τα ρούχα με τον άθο. Φωτογραφία από το αρχείο του λαογράφου Γιώργου Χουστουλάκη.
Άθος λοιπόν και αθοκουτάλα που λέμε τη κουτάλα που χρησιμοποιούμε για τον άθο μα λέμε έτσα και την ανακατεύτρα γυναίκα, αθομοίρα τη χήρα που εγινήκανε άθος τα όνειρά τζη, αθοχέστρα την ανήθικη που γυρίζει από παραστιά σε παραστιά, αθοκάτσουλο αυτόν που κρυώνει και ζυγώνει σαφί την παραστιά, αθομαντήλα ή αθοπάνι το πανί που εσκεπάζανε τα ρούχα κι από πάνω ρίχνανε άθο σαν απορρυπαντικό, μα και αθάλη κι αθούβαλη ή αθούμπαλη ή αθούμαλη. Έτσα το μολογά κι ο Κορνάρος στον Ερωτόκριτο:
«Ήτρεμε αυτή στη μια μεριά κι εκείνος εις την άλλη
μα εχώνασι το κάρβουνο κι οι δυο ντως στην αθάλη».
Κι ανε λογάστε πως το άθος είναι πράμα ξενική λέξη κάνετε λάθος. Ελληνική λέξη είναι, αρχαία Ελληνική. Αίθω ελέγανε οι πρόγονοί μας κι εννοούσανε καίω, λάμπω. Από αυτό το αίθω επόμεινε στη λαλιά μας ο άθος. Από έκεινα τη λέξη βέβαια ελέγανε και την καπνιά αιθάλη, ελέγανε αίθουσα την στοά όξω απ’ το σπίτι που άναβαν έκεια φωθιά, ελέγανε και αιθίοψ (αιθίοπας) αυτόν που είχε μαύρη (καμμένη!) όψη. Ελέγανε όμως και αίθριος που ήταν ο καθαρός, λαμπερός ουρανός κι εβάνανε ομπρός στη λέξη το αιθ- γιατί εκατέχανε πως λάμψη δίχως φωθιά δεν γίνεται και η μεγαλύτερη φωθιά είναι αυτή του ήλιου που λάμπει στον ουρανό. Έτσα λογιώς μολογούσανε και το υπαίθριος (υπό-αίθριος), δηλαδή κάτω (υπό) του ανοιχτού, λαμπερού ουρανού.
Εθέλανε λοιπόν οι σοφοί πρόγονοί μας, κάθε ντως λέξη να έχει τη σημασία που τση πρέπει, για να καταλαβαίνει ο άλλος δίχως να μπουρδουκλώνει ο νους του. Έτσα κι ετουλόγου μας, η λέξη στάχτη δεν μας ήρεσε γιατί προέρχεται από το στακτή κονία, την αλυσίβα δηλαδή που πρέπει να κατασταλάξει όντε τη φτιάχνομαι (αρχαίος στακτός= αυτός που σταλάζει). Εμείς εθέλαμε τη λέξη που έχει μέσα της τη φλόγα, τη φωθιά γιατί δίχως φωθιά δεν κάνεις άθο. Έτσα εκρατήξανε ζωντανή τη λαλιά μας οι παλιοί, έτσα πρέπει να κλουθήσομε κι εμείς για να παραμείνει ζωντανή.
Λουκαδάκης Νίκος
“ Ο Δαφνιανός”
niloukadakis@yahoo.gr
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου