ΘΑΜΠΗ ΚΑΜΠΑΝΑ
Θαμπή καμπάνα
Δεν με ξύπνησε σήμερα το χαμογελαστό κουβεντολόι των πουλιών, ούτε η αυστηρή λαλιά του μακρολαίμη πετεινού. Δεν κατάφερε ο καθάριος ήλιος να μπει απ’ τα ξεχαρβαλωμένα παραθυρόφυλλά μου, ούτε ο αντάρτης βοριάς να διώξει τους συννεφιασμένους εφιάλτες μου. Λέξεις μελωμένες δεν μπόρεσαν να τρυπώσουν στ’ αυτιά μου, ούτε μυρωδιές βαροφορτωμένες σύρθηκαν μες στα ρουθούνια μου. Μια φωνή με ξύπνησε. Μια φωνή σπαραχτική που κανένας δεν ακούει. Μια φωνή και μια μακρινή, θαμπή καμπάνα που κουράστηκε να χτυπάει μοναχή. Μια καμπάνα που κανείς δεν ξέρει γιατί χτυπάει. Όχι, δεν μ’ αρέσει τούτο το ξύπνημα.
Πηγή φωτογραφίας: διαδίκτυο.
Δεν θωρώ σήμερα το ρόδινο φόρεμα της αυγής κι ας είναι ο ορίζοντας ορθάνοιχτος μπρος μου. Δεν βρίσκω το μεράστρι στον ουρανό κι ας είναι ανέφαλος, κι ας φαίνεται καταγάλανος. Το πρωινό αεράκι με τυλίγει μα δεν μ’ ακουμπά στο πρόσωπο, ούτε μου ψιθυρίζει καλημερίσματα. Δεν κυλάει η δροσούλα στους αροδαμούς των δέντρων, ούτε πέφτει για να φιλήσει την ερωτοδιψασμένη γη. Μόνο σκιές θωρώ να περπατούν μονάχες αναζητώντας το σκοτάδι, κυνηγώντας το τίποτα. Μόνο μισές αλήθειες θωρώ να φτερουγίζουν άγρια γύρω μου, γυρεύοντας να διώξουν το τελευταίο πληγωμένο όνειρο, που τρεμάμενο έκατσε στον ώμο μου. Όχι, δεν μ’ αρέσει ετούτη η αυγή.
Δεν είναι το τραπέζι μου σήμερα στρωμένο με το ολάνθιστο τραπεζομάντηλο, ούτε οι καρέκλες μου αγκομαχούν από το βάρος της ξέγνοιαστης δικολογιάς. Το ποτήρια μου διψασμένα, με ραγισμένη τη γυάλινη καρδιά τους, αναπολούν τα ατέλειωτα γλέντια. Τα κάτασπρα πιάτα μου, νηστικά κι αραχνιασμένα, αναζητούν μια ιδρωμένη, ροζιασμένη παλάμη να τα χαϊδολογήσει. Η παραστιά μου λησμονημένη, σκεπασμένη από κορφής με τα μυριάδες σεντόνια του ασβέστη, αναστενάζει σιγανωπά, προσπαθώντας να κρατήσει την τελευταία σπίθα που κρύβει στο πέτρινο στήθος της. Το χιλιόχρονο πιθάρι μου, με τον ξεμπουμπουκιασμένο ρόδακα στο μπέτη του, αφήνει το τελευταίο λαδοπιωμένο δάκρυ του να κυλήσει. Όχι, δεν μ’ αρέσει ετούτο το απομεσήμερο.
Ξεσταυρώνω τα χέρια μου, σηκώνω το κεφάλι και ξανοίγω τον ήλιο κατάματα. Όχι, δεν θα τον αφήσω σήμερα να δύσει, δεν θα αφήσω σήμερα το σκοτάδι ν’ ανατείλει. Δική μου είναι η σπαραχτική φωνή που ακούγεται, εγώ χτυπώ την θαμπή καμπάνα. Με πείσμα ξαναστελειώνω το τρανό χοροστάσι της ζήσης. Συμπαίνω την τελευταία σπίθα στην παραστιά μου κι ανάβει η φωτιά. Γεμίζω τα ποτήρια μου με βαρύ μαρουβά και φωτισμένες οι μοναχές σκιές κάθονται στο στρωμένο τραπέζι. Αρχίζω το τραγούδι της τάβλας. Τα πρώτα χαμόγελα διώχνουν τα πουλιά της θλίψης και καρπίζουν τα απομαργωμένα δέντρα του καταχείμωνου. Αδειάσαν τα ποτήρια και τα ξαναγεμίζω. Μεθυσμένοι πια, δικολογιά και ξένοι, στένουμε χορό με τις δοξαριές του αντάρτη βοριά. Όχι, δεν θα σ’ αφήσω σήμερα ήλιε να δύσεις, θα χτυπώ τούτη τη θαμπή καμπάνα μέχρι να μ’ ακούσουν όλοι.
Λουκαδάκης Νίκος
“ Ο Δαφνιανός”
niloukadakis@yahoo.gr
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου