ΕΝΑ ΡΟΔΟ ΣΤΟ ΡΟΔΟ ΜΟΥ

 

Ένα ρόδο στο Ρόδο μου…


Σηκώθηκε ο μπάρμπα Μανώλης σιγανωπά απ’ την κλίνη του και πήγε να ‘ποσαστεί. 80άρης μπλιο, μα κοτσονάτος και σαφί χαμογελαστός. Αφού εποσάστηκε, ήβαλε μια ολιά γάλα να ζεσταθεί, επήρε ένα μικιό πιατάκι με πεντ-έξε λαδοκούλουρα και τα ΄βαλε σ’ ένα μπιχλιμπιδάτο δίσκο, που ‘χε ζωγραφισμένη πάνω μια χανούμισσα να παίζει το λαούτο. Εβγήκε όξω στην αυλή, έκοψε ένα κόκκινο ρόδο, το ‘βαλε κι αυτό στο δίσκο και πήγε στην κερά του, που ήτονε θεσμένη στη κλίνη ντος.

 



-Ξύπνησε Ρόδο μου… Σήκω Ροδούλα…

…Ξύπνα κι ο ήλιος πρόβαλε εις στα παράθυρά σου

να λούσει με τσ’ αχτίνες του τα ροδομάγουλά σου…

-Ας εκάτεχα Μανώλη που τηνε βρίσκεις την όρεξη. Εγώ υποφέρω κι εσύ με παίζεις.

 

Χάιδεψε ο γέρος τα λευκά μαλλιά της γριάς και κοιτάζοντάς την στα μάτια, είπε:

 

-Εγώ σε θωρώ μια χαρά. Γιάε τα μάγουλά τζη, πια κόκκινα κι απ’ το ρόδο είναι.

-Ούτε ένα λεπτό δεν ήκλεισα τα μάθια μου απ’ τσοι πόνους. Δεν θα γειάνει ποτέ ο γοφός μου Μανώλη, μόνο να το κατέχεις.

-Ανεσηκώσου εδά να πιείς το γάλα σου κι εγώ θα σου κάνω παρέα.

 

Αγκάλιασε ο Μανώλης τη Ροδάνθη, την ανεσήκωσε και της έδωσε κι ένα φιλί στο μάγουλο.

 

-Μάνα μου Μανώλη και δεν εβαρέθηκες να μ’ αγκαλιάζεις και να με φιλείς τόσουσάς χρόνους.

-Εγώ Ροδάνθη…

Τη μυρισμένη σου αγκαλιά τη λαχταρώ ακόμη

ποτέ δεν θα τη βαρεθώ όσοι κι αν φύγουν χρόνοι…

 

Ήπιασε τη χέρα του Μανώλη η Ροδάνθη, τη φίλησε και του ‘πε χαμογελώντας:

-Αρχίζω σιγά-σιγά να το πιστεύγω πως μ’ αγαπάς…

-Έτσα δα… Να δω το χαμόγελό σου, να φέξει το σπίτι… Για πες μου εδά, θυμάσαι το τραγουδάκι που σου ‘γραψα όντενε γνωριστήκαμε;

-Θυμούμε το…

-Μπα, δεν το θυμάσαι…

-Θυμούμε το, σου λέω…

-Για λέγε το να ιδώ…

-Για του ρόδου μου τα κάλλη

έπιασα την πένα πάλι,

μα το δάκρυ δεν μ’ αφήνει

κι όλο τη γραφή μου σβήνει.

Για του ρόδου μου το χρώμα

πάλι άνοιξα το στόμα,

μα την έρμη τη φωνή μου

σβήνουν οι αναστεναγμοί μου.

 

Με ένα πλατύ χαμόγελο ο μπάρμπα Μανώλης έπιασε το ρόδο από τον δίσκο, το πρόσφερε στην κερά του κι είπε:

 

-Ένα ρόδο στο Ρόδο μου… Έτσα μάλιστα… Με το πες-πες θωρώ κι ανεντράνισες. Εδά θα-ν-έρθει και το Λενιό να μασε φέρει λέει αθουλένιους ντολμάδες που τσοι ρεγόμαστε κι οι δυο και θα δεις πως θα στελιώσουνε τα πόδια σου.

-Μωρέ αθεόφοβε, θα-ν-έρθει το κοπέλι και δεν μου το λες; Έλα να με πιάσεις να πάω να ποσαστώ….

 

­Έπιασε ο γέρος τη γριά με προσοχή κι όπως τηνε βαστούσε γερά από μπροστά, άρχισε να τραγουδά και να χορεύει ταγκό….

 

-Βάρκα θέλω ν’ αρματώσω με σαράντα δυο κουπιά

και μ’ εξήντα παλικάρια να σε κλέψω μια βραδιά…

-Κάτσε μωρέ κουζουλόγερε μη με ρίξεις…. Ω Χριστέ μου, σαν το κοπέλι κάνει…

 

Είπε η Ροδάνθη την ώρα που ο μπάρμπα Μανώλης τηνε ξαναγκάλιαζε. Έκεινα τη στιγμή εκατάφτασε η κόρη ντος με τσοι αθουλένιους ντολμάδες στη χέρα. Ξάνοιξε από το παραθύρι κι είδε τη μάνα τζη να βαστά ένα κατακόκκινο ρόδο στη χέρα και τον κύρη τζη να την έχει αγκαλιασμένη. Άνοιξε την πόρτα και χαμογελώντας είπε:

-Ώ χαρώ σας πρωί-πρωί… Αφτάρμιστά σας… Τέτοιος έρωτας, ούτε ο Ερωτόκριτος με την Αρετούσα…

 

(Αφιερωμένο στον Ερωτόκριτο και την Αρετούσα των Δαφνών, που χαίρονται τον αιώνιο έρωτά τους στις αυλές του παραδείσου)

 

 

­

Λουκαδάκης Νίκος

“ Ο Δαφνιανός”

niloukadakis@yahoo.gr

 

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΣΙΟΡ ΤΖΑΝΑΚΗ

ΤΣΗ ΚΟΝΤΟΛΕΝΙΑΣ

Ο ΚΑΤΗΣ ΤΗΣ ΑΘΟΥΣΑΣ

Ο ΞΕΣΗΚΩΜΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΤΟ 1821 ΣΤΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ

ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΞΟΜΠΛΙΑ ΣΤΟ ΦΑΝΤΟ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Η ΠΕΡΑΣΑ ΤΟΥ ΦΑΡΑΓΓΑ