ΓΛΕΝΤΙ ΣΤΟ ΜΕΡΑΚΛΟΧΩΡΙ
Γλέντι στο Μερακλοχώρι
Σηκώθηκε ο Νικολής αξημέρωτα απ’ την κλίνη του κι εποταυρίστηκε. Αφού
ενίφτηκε και ‘ποσάστηκε, ήβαλε τα καλά ντου ρούχα, που τα ‘χε η μάνα ντου
«πατημένα» αποβραδίς. Ξανοίχτηκε στον μεγάλο καθρέφτη που ‘στεκε πάνω σε μια
καρέκλα κι ήστριψε χαμογελώντας το μουστάκι του. Έκεινα την ώρα εκούστηκε
χτύπος στην πόρτα. Ήτονε ο ορτάκης του ο Γιάννης: «Έ, θειά καλημέρα. Θεσμένος είναι ακόμα ο φίλος μου;» φώνιαξε ο
Γιάννης μόλις του ‘νοιξε την πόρτα η γρα γυναίκα κι ο Νικολής απ’ την κάμερά
ντου αποκρίθηκε: «Ναι μρε κακομούντρουλε,
εσένα επερίμενα να με ξυπνήσεις».
![]() |
Ήπαιξε μια ανεποδαρά ο Γιάννης στην πόρτα τση κάμερας κι εστάθηκε κάτω
απ’ το κασελίκι. Εφόριε τη χακί κυλότα ντου, το μαύρο πουκάμισο, τα
ομορφοζαρωμένα στιβάνια ντου και το κρουσωτό κεφαλομάντηλό του. Στους ώμους του
εφόριε μια μεγάλη ξομπλιαστή βούργια, με το μαντολίνο του χωσμένο μέσα, μόνο το
μπράτσο επρόβαιρνε όξω. Εξάνοιξε τον Νικολή κι ήσκασε απ’ τα γέλια:
-Γιάε ‘τονε έκειε ένα ντύσιμο. Το
λυράρη μωρέ θα πας να κάμεις γή το γαμπρό;
-Ναι, όι σαν κι εσένα ΄θελα
πάω που ‘σαι έτοιμος για την αρμεγιά. Ε, κακορίζικο Κατσουλογιαννιό.
-Εξέχασα ‘γω βέβαια πως θα
πάμενε στο χωριό τση καλής του και πρέπει να βάλει τη γρεβάντα.
-Σώπαινε Κατσουλογιαννιό μη
σε καταχερίσω πρωί-πρωί.
Είπε ο Νικολής
χαμογελώντας κι αφού πήρε τη λύρα του που ήτονε μέσα σε μια καλοσασμένη θήκη, εσίμωσε
και αγκαλιάζοντας τον ορτάκη ντου, είπε: «Άιντε
Κατσουλογιαννιό και θα στοι κάμομε σήμερο να χορεύγουνε ‘σάμε να παίξει η
καμπάνα τση Παναγίας».
Μπήκαν αγκαλιασμένοι στη κουζίνα κι ως τσ’ είδε η
μάνα του Νικολή, τσοι σταύρωσε:
-Ω χαρώ σας, λες και μπήκανε
αετοί στο σπίτι. Αφτάρμιστά σας παιδί μου.
-Μάνα φεύγομαι. Μη με
περιμένεις απόψε.
-Στα εφτά καλά τση Παναγίας
παιδί μου αμέτε. Να ‘χετε την ευκή μου.
Έφυγαν οι δυο
φίλοι ογλήγορα να προλάβουν το λεφορείο που θα τσοι πήγαινε «κοντά» στο χωριό
που θα παίζανε απόψε.
Μετά από ένα τρίωρο εφτάξαν στο δισταύρι που ανέβαινε στο Μερακλοχώρι
πάνω στα Αστερούσια κι εκάμενε σήμα στο λεφορειατζή να κάμει στάση. Ο δρόμος
μέχρι το χωριό ήτονε ανηφορικός και κακοτράχαλος, μόνο μουλάρια τον ανεβαίνανε.
Οι ορτάκηδες εθέλανε σκιας δυο ώρες να φτάξουνε, μα άξιζε ο κόπος. Όποιος
λυράρης έβγανε καλό γλέντι στο Μερακλοχώρι, εγινότανε γνωστό το όνομά ντου:
-Άντε δα Μπουνταλονικολή να
σε δω πως θα προβάλεις στη καλή σου, που ‘σάμε να φτάξομε στο χωριό θα ‘χουνε
γενεί τα λουστρίνια σου ολοπασπάρωτα.
-Σάλευγε γιατί εμεσημέριασε
και βγάλε μπλιο τη κεδιά.
-Εγώ σαλεύγω, μόνο εσύ
ξάνοιγε μη σκίσεις το πατελονάκι σου σε κιαμιά αγκαραθιά κι έχομε κι άλλα.
-Ω που να σκάσεις μπλιο. Θαρρώ
πως ζηλεύγεις που θα πάρω το Λενιό, έτσα μου φαίνεται.
-Σιγά μη δώσει τον αθό των
Αστερουσίων ο κύρης τση σε λυράρη, μόνο βάλε τη κοιλιά σου στο νερό να
‘παλαίνει.
Συννέφιασε ο νους του Νικολή και κατέβασε τη κεφαλή ντου στη γη. Ο
φίλος του τον είδε κι είπε:
-Ε, Νικολή, κατέχεις πως
ρέγομαι να σε πειράζω. Μη σκας φίλε μου και μαζί θα τηνε κλέψομε, ανε σε θέλει
ο κύρης τση κι αν δεν σε θέλει.
-Φίλε έτονα που ‘πες θα
γενεί, μα σήμερο πρέπει να βγάλομε καλό γλέντι, μόνο να μου βαστάς γερά με το
μαντολίνο γιατί έπαε είναι χορευτές αδυνατοί.
Έτσα λογιώς επέρασε η ώρα κι εφτάξανε στη πλατεία του χωριού, στο
μεγάλο καφενείο που θα γινότανε το γλέντι. Ο καφετζής ολόχαρος, σα τζ’ είδε να
φτάνουν ιδρωμένους μα χαμογελαστούς, φώνιαξε:
-Καλώς τα κοπέλια, καλώς τα
παλικάρια. Αντέςτε και σασε περιμένει όλο το χωριό.
-Καλώς σας ήβραμε. Στο πια
όμορφο και μερακλίδικο χωριό ήρθαμε και δεν φεύγομαι αν δεν γλεντίσουνε μέχρι
και τα μωρά κοπέλια.
Φώνιαξε ο
Νικολής και μια αμάλαγη, κοριτσίστικη καρδιά, χτύπησε δυνατά πίσω από ένα
κλειστό παραθυρόφυλλο.
Λουκαδάκης Νίκος
“ Ο Δαφνιανός”
niloukadakis@yahoo.gr
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου