ΔΕΥΤΕ ΛΑΒΕΤΕ ΦΩΣ
Δεύτε λάβετε Φως
Έχει μια παράξενη ομορφιά ο Απρίλης και μια μυρωδιά που τρυπώνει στα
ρουθούνια σου. Κάθε μέρα του που περνά έχει άλλο χρώμα, άλλη ευωδιά, άλλη
λαλιά, μα αυτό που μένει πάντα ίδιο στους αιώνες, είναι ότι ο Απρίλης κουβαλά
στη ράχη του ένα τέλος και μια αρχή, ένα θάνατο και μια αναγέννηση, ένα
μαυροφορεμένο χειμώνα που φεύγει και μια λευκολουσμένη άνοιξη που έρχεται.
Τούτο τον μήνα το σκοτάδι πέφτει τραυματισμένο, στο ακατάλυτο αλώνι του
χρόνου, μα θα ‘ρθει κι η σειρά του στο γύρισμα του καιρού. Τούτο τον μήνα
ανθίζει το χαμόγελο στα χείλη μας, ας είναι και πετρωμένα, πιο όμορφη είναι η
βιόλα που φυτρώνει στον πικραμένο βράχο. Τούτο τον μήνα βγάνει η ψυχή μας τα
πανωφόρια της ένα-ένα, μέχρι να μείνει ολόγδυμνη στην κάψα του έρωτα. Ανάσταση
μυρίζει ο Απρίλης.
Ανάσταση: Πίνακας του Ουμβέρτου
Αργυρού, 1932
Πως την αποζητώ την Ανάσταση ως γεύομαι την πρώτη χαραυγή τ’ Απρίλη, ως
θωρώ το πρώτο δροσουλιασμένο ρόδο να ματώνει, ως νοιώθω τον πρώτο στεναγμό της
άνοιξης να μ’ ακουμπά στο μάγουλο. Πώς να μερώσω τον νου μου που θέλει να
πετάξει λεύτερος και να χωθεί στ’ Απριλιάτικο νέφαλο, να πιει από τις
τελευταίες σταγόνες της πεισματάρας βροχής. Πώς θ’ αντέξουν τα
μισοσκοτεινιασμένα μου μάτια το φως το ανέσπερο, που κείτεται στην αγκαλιά τ’
Απρίλη, περιμένοντας τα Μεγάλα Πάθη να διαβούν, να ‘ρθει η Ανάσταση.
Μεγάλη Δευτέρα. Πλύσου καρδιά μου
μυριοκαπνισμένη, μη σε βρει τ’ απόβραδο με το χθεσινό γάργιωμα… Ιδού ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της
νυκτός. Ψυχή μου κουρασμένη… βλέπε ουν,
μη τω ύπνω κατανεχθής. Μεγάλη Τρίτη.
Κορμί μου χορτάτο μα αδύναμο, πώς βαστάς τη μεγάλη νηστεία της χαράς και
δεν παραδίδεσαι στο ψέμα… Οιμοί… ότι νυξ
μοι υπάρχει… ζοφώδης τε και ασέληνος, μα θα φανεί και το φως.
Μεγάλη Τετάρτη. Την κακοτράχαλη κορφή της
ταπεινότητας θωρώ από μακριά, μα ποιος θα μου δείξει το μονοπάτι για ν’ ανέβω… μη τους πόδας μου μόνον, αλλά και τας χείρας
και την κεφαλήν. Μεγάλη Πέμπτη.
Την καλοστρωμένη στράτα των 30 αργυρίων που απλώνεται ομπρός μου, πόσο θα
βαστάξω να την αποφεύγω… το μεν πνεύμα
πρόθυμον η δε σαρξ ασθενής. Τον σταυρό μου ποιος τον πελεκάει πάλι… ω πόσων αγαθών, αμνήμων εγένου.
Μεγάλη Παρασκευή. Τελευταία συννεφιά του νου
μου σήμερα. Γιατί δάκρυσαν τα μάτια μου; Γιατί με αγκάλιασε η θλίψη; Τι
περιμένει η ψυχή μου κι άνοιξε τις σκουριασμένες θύρες της; Ω γλυκύ μου Έαρ… εκ θανόντος πως πηγάζει δε
ζωή. Μέγα Σάββατο… Σιγήσατω πάσα σαρξ βροτεία, το θαύμα
ξημερώνει μπρος στα μάτια σας. Η τελευταία σταγόνα του χειμώνα πέφτει στη
λουλουδιασμένη γη. Βιαστείτε, δεν βαστά για πάντα η Άνοιξη… Δεύτε λάβετε Φως.
(Τα πλάγια γράμματα είναι αποσπάσματα από κείμενα των λειτουργιών της
Μεγάλης Εβδομάδας)
Λουκαδάκης Νίκος
“ Ο Δαφνιανός”
niloukadakis@yahoo.gr
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου