ΚΟΝΑΚΙ ΜΟΥ ΠΑΝΤΕΡΗΜΟ

 

 

Κονάκι μου παντέρημο


Κονάκι μου παντέρημο, μυριοασβεστωμένο

που μ’ όνειρο πελεκητό σε ‘χα θεμελιωμένο,

που ‘βαλα αρχιμάστορα το θιο να διαφεντεύει

και στο λιοπύρι ολόγδυμνη τη φτώχια να πουργεύει.

Όχθρητα είχες του βοριά, μάνητα με τσοι χρόνους,

με τσοι αγίους ορτακιά, μάχη με τσοι δαιμόνους,

μα ήστεκες σαφί ορθό κι είχα τα θάρρητά σου

πως ήτονε αθάνατα τ’ αρμολογήματά σου.

Εδά θωρώ τη στέγη σου χάμε στη γη πεσμένη,

τσοι τοίχους σου που κρέμουνται κι είναι σοθρουλισμένοι,

και τρέχουνε τα μάθια μου, πονούν τα σωθικά μου,

που χάλαβρα γενήκανε τα πρώτα όνειρά μου.


…Κονάκι μου παντέρημο… (φωτογραφία Νίκος Νικολάου)




Γιάντα φτωχό κονάκι μου ‘πόδωκες γκρεμισμένο,

κοντό θεμέλιο γερό δεν σου ‘χα καωμένο;

Μπας δεν σε ΄μορφογώνιασα, δεν καλοσπάγιασά σε,

δεν πάτησα το χώμα σου και δεν αλφάδιασά σε;

Στον πρώτο σου τον ρούκουνα, τον καλοδιαλεγμένο,

δεν ήσφαξα τον πετεινό, τον αρχοντοθρεμμένο;

Κοντό δεν σε θυμιάτισα με μερτζουβί λιβάνι,

με αγιασμό τσι πέτρες σου, κοντό δεν έχω γράνει;

 

Άχι μικιό κονάκι μου πως είσαι ΄ποδωμένο,

που σε ‘χα πάντα παστρικό και φινοκαλισμένο,

που σου ‘χα θύρα δίφυλλη, πιτήδεια καρφωμένη,

με κόντε μίρι στρουφιχτό να τη βαστά κλεισμένη,

π’ άνθιζαν στα πεζούλια σου δροσάτοι καντηφέδες

και ρίχναν στα παρτέρια σου τα ρόδα τσοι κοτζέδες.

Πουλιά στα ματζιπέθια σου σαφί γλυκολαλούσαν

κι όφιδες μες στο δώμα σου τη φαμελιά φυλούσαν.

 

Που ‘ναι η διπλοπαραστιά η χιλιοπυρωμένη

κι ο πέτρινος πυρόμαχος τη φλόγα να συμπαίνει;

Τι ‘γίναν τα λαΐνια σου, τα μεσοπίθαρά σου,

ποια ξένα χέρια ανοίγουνε φύλλο εις στον σοφρά σου;

Που ‘ναι η πιατοθήκη σου με τα καλά σερβίτσα

και τα μπακίρια που ‘τριβαν με πείσμα τα κορίτσα;

Χάθηκε το χαβάνι σου, τρύπησε το μαγκάλι

και η χερομυλόπετρα ήκοψε από το φάλι.

 

Δεν το βαστώ κονάκι μου έτσα να σε λογιάζω

και μάρτυρα στον όρκο μου την Παναγία βάζω,

πως θα σε χτίσω απ’ αγγινιού, να σε ξαναστελειώσω

σασμένο να σε ξαναδώ τον νου μου να μερώσω.

Θα κουβαλήσω αμοναχός πελέκια και πλακούρες

απ’ την κορφή που καταλιούν τα χιόνια κι οι αφούρες.

Θα βρω απ’ τα όρη αθάνατα, σόβγαλτα κυπαρίσσα,

δοκάρια για τη στέγη σου απου βαστούν περίσσα.

Θα βάλω μάστορα καλό πιτήδειο πετροκόπο

να χτίζει, να μορφολογά με τον παλιό τον τρόπο,

να σάσει μια θεόρατη καμάρα αρμοδεμένη

και στην κορφή τζη για κλειδί σφήνα πελεκημένη.

 

Κι απεις σαστείς και στεγιαστείς, λυράρη θα καλέσω

στο πέριαυλό σου το μικιό ζεύκι τρανό θα στέσω,

να ‘χω βραστά, να ‘χω οφτά, τάβλες να σειραδιάσω

τον μαρουβά που στέρευα όλο να τον ξοδιάσω

και τ’ αποξημερώματα τα μάθια μου να κλείσω

θεσμένος στην πεζούλα σου κι ας μην ξαναξυπνήσω.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΣΙΟΡ ΤΖΑΝΑΚΗ

ΤΣΗ ΚΟΝΤΟΛΕΝΙΑΣ

Ο ΚΑΤΗΣ ΤΗΣ ΑΘΟΥΣΑΣ

Ο ΞΕΣΗΚΩΜΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΤΟ 1821 ΣΤΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ

ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΞΟΜΠΛΙΑ ΣΤΟ ΦΑΝΤΟ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Η ΠΕΡΑΣΑ ΤΟΥ ΦΑΡΑΓΓΑ