ΤΗΣ ΠΑΡΕΑΣ

 

 

Της παρέας


Τι μ’ έπιασε κι άνοιξα το παραθύρι μου μες στο καταχείμωνο της αποξένωσης; Μάλλον πεθύμησα λίγη ζεστασιά, μα που να τη βρω κλεισμένος σε τούτο το παράξενο, γυάλινο κελί μου. Μια και μοναχή αχτίδα του ήλιου πόμεινε, μα που να φτάξει κι αυτή να ξεμαργώσει τόσες κρουσταλλιασμένες καρδιές. Αληθινή ανάσα ζυγώνω να πάρω. Αρκετό καιρό βολεύτηκα σε τούτη τη μοναξιά, αρκετή σιωπή σήκωσα στους ώμους. Παρέα παλαιϊνή θα στελειώσω σήμερο, να ξεθεμελιώσω τούτο το μαγκανοπήγαδο.

Ανοίγω την πόρτα μου και πετούν μακριά τα μαύρα πουλιά της θλίψης που καιρούς κούρνιαζαν πάνω απ’ την κεφαλή μου. Συμπαίνω την τελευταία σπίθα στην παραστιά μου κι ανάβει η φωτιά, η γριά αντάρτισσα. Μόρφισε το έρμο κονάκι μου. Λουλούδιασαν τα ποξεχασμένα κεντήδια στο λινό τραπεζομάντηλο. Βαστόσυραν οι ξεραμένοι βασιλικοί στο κατώφλι μου και χαμογέλασε ροδοκοκκινισμένος ο γέρος ανηφοράς. Ο μαρουβάς κουλουμούντρισε χαρούμενος μέσα στο εκατόχρονο βαρέλι κι οι ντόγες τρίζοντας, ποταυρίστηκαν αγουροξυπνημένες.

Από μακριά θωρώ τους φίλους μου να σιμώνουν κι ανατέλλει η χαρά στον νου μου. Δεν είναι πολλοί οι φίλοι μου, μια χούφτα νομάτοι με ανήμερη ψυχή, μια πατούλια λιόντες με αχόρταγη μαθιά και αγέρωχη όψη. Σηκώνουν τα χέρια τους, φωνάζουν το όνομά μου και συρομαδιέται σκληρίζοντας η ασκημομούρα μοναξά μου. Φτάνουν στο κατώφλι μου, σφίγγουμε τα χέρια κι η σιωπή ξεψυχά μουγκρίζοντας. Το τραπέζι στρωμένο μάς καλοδέχεται και λόγια της καρδιάς παίζουν φτερό φεύγοντας απ’ τα χείλη μου.



Δεν θέλουν περίσσα φαγιά οι φίλοι μου. Τρεις κεφαλές καλοζυμωμένο παξιμάδι, δυο γουλίδια αορίτικο κρέας κι ένα πιάτο φρεσκοσασμένες σταφιδολιές. Μόνο το κρασί και το χαμόγελο θέλουνε να περισσεύει. Γεμίζω τα ποτήρια και σαλεύει το αίμα στις φλέγες μας, σπιθίζει το μερακλίκι στα μάθια μας. Για μια στιγμή μόνο κοιταζόμαστε και σωπαίνουμε. Αυτή είναι η πιο ιερή στιγμή του ανθρώπου. Η στιγμή που ανοίγει διάπλατα η βαριά θύρα της ψυχής του, για να χωρέσει όλος ο κόσμος. Η στιγμή που αγγίζει τα ακροδάχτυλα του θεού. Βροντάμε τα ποτήρια μας στο τραπέζι και χάνεται το τελευταίο νέφαλο που σκέπαζε τον ήλιο.

Χασκογελά ο μαρουβάς μέσα μας, πιάνει τα χαλινάρια του νου και σέρνει φωνή να τον ξεσηκώσει απ’ τη θεσά του. «Έ, Δαφνιανέ, ώρα είναι μπλιο», λέω και ξεκρεμώ το μαντολίνο απ’ τον τοίχο. Χτυπά η πένα τις χορδές κι αυτές χορεύουν ζευγαρωτά ακούραστες. Τα χέρια της παρέας, τη μια ξαμώνουν τον ουρανό, την άλλη σφίγγουν το ποτήρι. Τα χείλια της παρέας, τη μια τραγουδούν και την άλλη βλαστημούν τον Χάρο. Μέσα στη ζάλη της αληθινής χαράς, ξανοίγω γύρω μου και σκέφτομαι: « δεν ξανασφαλίζω το παραθύρι μου. Έκεια που ‘ναι η παρέα μου ποτέ δεν χειμωνιάζει».



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΣΙΟΡ ΤΖΑΝΑΚΗ

ΤΣΗ ΚΟΝΤΟΛΕΝΙΑΣ

Ο ΚΑΤΗΣ ΤΗΣ ΑΘΟΥΣΑΣ

Ο ΞΕΣΗΚΩΜΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΤΟ 1821 ΣΤΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ

ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΞΟΜΠΛΙΑ ΣΤΟ ΦΑΝΤΟ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Η ΠΕΡΑΣΑ ΤΟΥ ΦΑΡΑΓΓΑ