Ο ΚΑΤΗΣ ΤΗΣ ΑΘΟΥΣΑΣ
Ο κάτης της Αθούσας
Τρύπωσε ο ήλιος απ’ το παραθύρι και χάιδεψε το σταφιδιασμένο πρόσωπο
τσ’ Αθούσας, που κάποτε είχε το ίδιο χρώμα με τα άγρια ρόδα του Μαγιού. Άνοιξε
η γρα τα μάθια και ανόρεξα της σηκώθηκε αναστενάζοντας. Ξάνοιξε το δροσονέρι
που ‘χε γράνει τα παραθύρια κι ήβαλε το σάλι τζη να μην εργά. Φόρεσε τα φαωμένα
πασούμια τζη και πήγε στη γούρνα για να ‘ποσαστεί. Ως είδε στον μικιό καθρέφτη
τη μούρη τζη και τον ανεμαλλιασμό τζη, μονολόγησε: «ε κακομοίρα Αθούσα και πως επόδωκες».
Μόλις άνοιξε την πόρτα να φέρει δυο λιοφουντίδια για ν’ ανάψει την
παραστιά, να σου και χώνεται ένας κάτης μες στο σπίτι: «καλώς τον Κασίδη. Δεν ήθελες να μπεις οψές το βράδυ μέσα, μόνο ήθελες
να γαμπρίζεις. Εδά που εξετρεμούλιασες χώνεσαι μέσα, ε;». Έτοσες ο κάτης
ήταν η μόνη συντροφιά τσ’ Αθούσας και τον ήλεγε Κασίδη γιατί ήτονε μαδημένος
απου τα γηραθειά κι από τους τσακωμούς με τους πια νέικους κάτες. Η γρα άναψε
τη φωτιά κι ο Κασίδης τριγυρνούσε στα πόδια τζη νιαουρίζοντας δυνατά: «Ναι, τη λήτη σου έχω πρωί-πρωί. Σάλευε από
τα πόδια μου μη φας κιαμιά ανεποδαρά».
Ξεκαπάκωσε ένα πιάτο που ‘χε μέσα λίγα κόκκαλα τσ’ όρνιθας και του τα
πέταξε όξω στην αυλή να τα φάει: «Να μωρέ
παράουρε, φάε, αν και δεν σου πρέπει», είπε του κάτη η γρα μα εκείνος ούτε
που έδωσε σημασία στο φαΐ, μόνο συνέχισε να νιαουρίζει δυνατά: «Ωχ, πράμα κατσουκανιά έχεις πάλι καωμένη για
να μη θες να φας. Ε, μα αυτή τη φορά θα σε ποβγάλω, γροικάς; Δεν θα ξαναμπείς έπαε
μέσα». Επήγε η Αθούσα στο παρακούζινο που εκάτεχε πως έκεια ήρεσε του κάτη
να χαρχαλεύγει και να ζυγώνει κιανένα μιαρό. Τσ’ είχε κάμει πολλές ζημιές. Πότε
να σπάσει κιανένα κουρούπι, πότε να μπουμπουρίσει τη λεκανίδα με τ΄ αλεύρι, μα
ίντα να κάμει που ήταν η μοναδική τση παρέα και του ‘χε αδυναμία.
Μπήκε η γρα στο παρακούζινο, ξάνοιξε καλά μα δεν είδε πράμα ζημιά. Όπως
έψαχνε, σαν να γροίκησε ψιλές-ψιλές φωνές και φρουκάστηκε καλά να καταλάβει
ίντα λογιό μιαρό ήτονε. Τράβηξε το πανί που ‘χε από κάτω ο νεροχύτης και τί να
δει, μια γάτα με τρία φρεσκογεννημένα κατσούλια, κουλουριασμένη χάμε, να τη
ξανοίγει με παραπονεμένο βλέμμα. Γύρισε η Αθούσα κι είπε του Κασίδη που ήταν
οπίσω τζη: «Α, για ‘κειονα μουγκρίζεις
εσύ σήμερο. Ξάνοιξε έπαε ένα γαμπρό. Ω, κακομοίρη μου, ένα δόντι σοϊκό δε έχεις
και μου θες και κοπέλια». Γύρισε μετά στην κατσουλομάνα και της είπε
χαμογελώντας: «κι εσύ, που το πέτυχες
έτσα κελεπίρι; Με τον κατσόγερο μωρή ήκαμες κοπέλια, απου δεν μπορεί να σύρει
τον πόδα του;»
Επήρε η γρα δυο τσουβάλια και τα άφησε όμορφα-όμορφα δίπλα από τα
κατσούλια για να τα βάλει η μάνα ντος έκεια, να μην εργούνε. Μετά πήγε και
μάζωξε τα κόκκαλα τσ’ όρνιθας από χάμε, έβαλε γάλα σ’ ένα μικιό πήλινο πιάτο
και τα άφησε μπροστά από τη λουχούνα. Ξάνοιξε η Αθούσα τον Κασίδη που ‘χε
χαμηλωμένα τ’ αυτιά του και κρυφογέλασε: «Έκεια θα κάτσεις έδα να ‘χεις τον νου σου
στα κοπέλια σου. Μη σε δω να λαργάρεις γιατί μαύρο φίδι που σ’ έφαε. Στάσου να
σου φέρω κι εσένα πράμα να φας να στηλωθείς γιατί κακομοίτση μου εδά αρχίζουν
τα ζόρια», είπε η γρα και μπήκε στο σπίτι γελώντας δυνατά.
Πολύ ωραία ιστορία φίλε!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή