ΕΦΤΑ ΚΟΠΕΛΙΑ ΚΑΙ ΒΑΛΕ

 

Εφτά κοπέλια και βάλε

Εφτά κοπέλια είχε η Χρυσούλα. Κάθε δυο χρόνια επόμενε βαρεμένη. Πρώτο κοπέλι η Μαρία που είναι εδά 18 χρονώ. Μετά ο Γιώργης, ο Αντώνης, ύστερα το Κατινιό, το Λενιό, ο Μιχάλης και το στεροβύζι, το Δεσποινιό, που είναι σήμερο έξε χρονώ.

 Ίσα-ίσα που εξεπρόβαλε ο ήλιος. Η Χρυσούλα σηκώνεται απ’ το κρεβάτι και κάνει τον σταυρό της, ως θωρεί πάνω απ’ το προσκέφαλο της, την Παναγιά τη Βρεφοκρατούσσα να την καλημερίζει με το γλυκό της βλέμμα. Ξανοίγει τον άντρα της, τον Κωστή, που κοιμάται σκεπασμένος με τις βαριές φαντές κουβέρτες και τονε ‘ποκαμαρώνει:  «άστονε μια ολιά ακόμα να κοιμηθεί πριν αρχίξει η τραβάγια των κοπελιώ», σκέφτεται την ώρα που βάνει το πανωφόρι και τσι παντόφλες τση. Αφού εποπλύθηκε κι έπιασε τα ολόμαυρα, μεταξωτά μαλλιά της, άναψε τη παραστιά για να βράσει νερό. Δυο τσικαλάκια έστεσε, στο ένα έβαλε μπόλικη φασκομηλιά και στο άλλο μια δεκαπενταρά αυγά να φάνε όλοι.

Πολύτεκνη οικογένεια, μια εικόνα σπάνια σήμερα. Πηγή φωτογραφίας: διαδίκτυο

Το μεγαλωπό σπίτι ντος είναι γεμάτο στρωμαθιές και κρεβάθια. Στο ένα κρεβάτι κοιμάται η Μαρία που ‘χει αγκαλιασμένο μαζί της το μικιό, το δεσποινιό. Στο άλλο, το Κατινιό και το Λενιό, με τα μακρά μαλλάκια ντος να ξεχύνονται στα λευκά μαξελάρια, και τα τρία αγόρια σε ξεχωριστή στρωμαθιά ο κάθαείς, μακριά από τα κορίτσα. Σιμώνει η Χρυσούλα και τα ξανοίγει που κοιμούνται σαν τ’ αρνάκια: «Ω, Παναγία μου, βλέπε μου τα», σκέφτηκε και τα σταύρωσε από μακριά.

Ο Κωστής εξύπνησε, ‘ποταυρίστηκε και σηκώθηκε σιγά-σιγά μην ξυπνήσει τα «θερία». Αφού επλύθηκε με τη σειρά του κι εντύθηκε, σίμωσε στην παραστιά να πυρωθεί:

 

-Μρε Χρυσή, κόψε το τυροζούλι που ήφερα οψές.

-Ίντα να μασε κάμει ένα τυροζούλι, έπαε ένα τυροκομιό δεν μασε φτάνει.

 

Είπε η γυναίκα γελώντας και ξεκίνησε να κόβει το τυρί, να βρέχνει παξιμάδι και να στρώνει το τραπέζι.

Το πρώτο «θεριό», το Κατινιό, εσηκώθηκε και ξυπόλητο έτρεξε στην αγκαλιά του κυρού τζη, που έκεινά την ώρα σύμπαινε τη φωτιά με ένα χοντρό ξύλο: «Μάνα μου παιδί μου, αξυπόλυτο ήρθες να πονθιάσεις; Μρε Χρυσή, άμε να φέρεις τσι παντόφλες του κοπελιού», είπε ο Κωστής σιγανωπά. Ίσαμε να το πει, να σου και τη μεγάλη κόρη, βαστώντας από το χεράκι το αγουροξυπνημένο Δεσποινιό: «Όλη νύχτα δε μ’ άφηκε πάλι να κοιμηθώ. Εστρούφιζε κι επαραμίλιενε σάμε την αυγή. Από σήμερο θα στρώσω χάμε να κοιμούμαι», είπε η Μαρία τση μάνας τση κι ο Κωστής απάντησε: «Ναίσκες παιδί μου, δίκιο έχεις, μεγάλη είναι μπλιο». Το μικιό αγκάλιασε την αδερφή του και δεν την άφηνε να κάμει βήμα: «Όϊ, όϊ, εγώ θέλω τη Μαρία μου, τη Μαρία μου», είπε καθώς την έπαιρνε αγκαλιά η μάνα της.

Σιγά-σιγά όλη η φαμελιά έκατσε στο τραπέζι να φάει πρωινό. Αφού εκάνανε τον σταυρό ντος, εντακάρανε να ρουφούνε τη φασκομηλιά και να τρώνε το φρεσκοσασμένο τυροζούλι με το παξιμάδι. Δεν είχανε τελειώσει κι η Χρυσούλα κοίταξε τον Κωστή. Εκείνος της έγνεψε, τάξε λέγε, κι η γυναίκα ντάκαρε να λέει στα κοπέλια: «Κάτι έχω να σασε πω σήμερο που θα σας αρέσει πολύ. Σε λίγο καιρό θα να ‘χετε καινούργιο αδερφάκι. Είμαι βαρεμένη». Τα τρία αγόρια με μια φωνή είπαν: «πάλι;», το Δεσποινιό άρχισε να χοροπηδά χαρούμενο και να φωνιάζει: «αδερφάκι, αδερφάκι!».

Η μεγάλη κόρη, η Μαρία, σηκώθηκε μανισμένη κι είπε: «Εγώ άλλο κοπέλι δεν ανεθρέφω. Δυο φτάνουν, δεν μπορώ άλλο. Εδά είναι η σειρά τση Κατίνας, στην ηλικία της ήμουνε όταν επρόσεχα το Μιχαλιό». Ο Κωστής σήκωσε τα μάτια, αγριοκοίταξε τη Μαρία κι είπε: «Κάτσε κάτω και μη σε νοιάζει μα ήρθε η σειρά σου ν’ ανεθρέψεις τα δικά σου κοπέλια. Σε μια ολιά καιρό θα πας στο δικό σου σπίτι, έτοιμο στον έχω τον γαμπρό».

Η Μαρία έκατσε στην καρέκλα, ξάνοιξε τη μάνα τζη και κοκκίνισε από τη ντροπή της. Με φουρτουνιασμένο τον νου της σκέφτηκε: «Όφου-όφου, ιντά ‘θελα και μίλησα. Άλα μπλίρι ποιον θα μου βάλει στην κεφαλή μου ο κύρης μου». Ένα δάκρυ κύλησε στα ροδοκόκκινα μάγουλά της, μα δεν μίλησε, μόνο δέχτηκε τη μοίρα της όπως όλες οι κοπελιές της ηλικίας της.

 






Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΣΙΟΡ ΤΖΑΝΑΚΗ

ΤΣΗ ΚΟΝΤΟΛΕΝΙΑΣ

Ο ΚΑΤΗΣ ΤΗΣ ΑΘΟΥΣΑΣ

Ο ΞΕΣΗΚΩΜΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΤΟ 1821 ΣΤΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ

ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΞΟΜΠΛΙΑ ΣΤΟ ΦΑΝΤΟ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Η ΠΕΡΑΣΑ ΤΟΥ ΦΑΡΑΓΓΑ