ΤΣ' ΑΓΑΠΗΣ

 


Τσ’ αγάπης

Πάντα στέκω στο κατώφλι του σήμερα μα δεν κάνω ζάλο ομπρός γιατί μ’ αρέσει να ξανοίγω το χθες από δω ακριβώς που βρίσκομαι. Δεν μπορώ να γυρίσω την πλάτη μου στο χθες. Αυτό με ανάθρεψε, αυτό μου ξεσφάλιξε τα μάτια, αυτό φώτισε το μονοπάτι που σαλεύει εδά ο νους μου. Ξανοίγω όμως κι ομπρός γιατί ανημένω τον αυριανό ουρανό, μπας και ξεπροβάλει πιο φωτεινός. Έτσα ‘ναι η ψυχή μας, αγκιστρωμένη στην ελπίδα.

Από τούτο λοιπόν το κατώφλι ξανοίγω και τα θωρώ όλα αλλαγμένα. Ανέγνωρα τα σημάδια του καιρού, κιανείς μπλιο δεν μπορεί να τα διαβάσει. Άφαντα τα έχνη, κιανείς μπλιο δεν τα παντήχνει στη στράτα του. Αμίλητα τα πουλιά στα δέντρα, αμίλητος ο βοριάς, μαχωμένος στις απάτητες κορφές. Μα κι ο άνθρωπος ανέγνωρος είναι, ούτε γελά, ούτε κλαίει, ούτε φωνιάζει, μόνο σωπαίνει και χώνει το πρόσωπό του μες στις ιδρωμένες παλάμες του για να μην αντικρύσει την άγρια μορφή της μοίρας.











          Το πάθος που μεταξυπνά λιμασμένο στ’ αθώα μάτια των αμούστακων  ντελικανήδων… Φωτογραφία: Ανυφαντάκης Γεώργιος


Εγώ όμως είμαι μαθημένος να ξανοίγω πίσω απ’ τα ψεύτικα νέφη που στοιβιάζονται ομπρός μας. Θωρώ δειλά χαμόγελα που κρύβονται ανάμεσα σε πικραμένα χείλη. Την καλοσύνη, την ακούραστη κεντήστρα, που παλεύει να μπαλώσει τις ξηλωμένες καρδιές. Τη χαρά που λαγοκοιμάται στ’ αμάλαγα στήθη των κοριτσιών. Το πάθος που μεταξυπνά λιμασμένο στ’ αθώα μάτια των αμούστακων ντελικανήδων. Θωρώ τους αθάνατους σπόρους της αγάπης να μάχονται να φυτρώσουν στ’ άνυδρο περβόλι του νου μας.

Όλοι οι ανθρώποι είμαστε μπολιασμένοι με το φως. Όλοι βαστούμε στη χέρα μας ένα ψιχάλι Θεό, όπως κι αν λέγεται αυτός. Με καθάρια ψυχή γεννηθήκαμε, διάφανη σαν το γυαλί που όσο κι αν το κυλήσεις στις λάσπες, στο βάθος πάντα διάφανο πομένει. Για πάντα μας σημάδεψε στο μέτωπο τση μάνας το αγιασμένο φιλί. Δεν ξαναβάλαμε μπουκιά στο στόμα μας, χορτασμένοι απ’ τσ’ αγάπης το ζεστό πρωτόγαλα.

 Γιάντα μωρέ άνθρωπε φοβάσαι ν’ αγγίξεις τη φλόγα που ‘χεις στο μπέτη σου; Σφίξε τη γερά στη χούφτα σου, γι’ αυτό γεννήθηκες, για να καείς στη φλόγα τσ’ αγάπης. Γιάντα χώνεις στο πιο βαθύ κελί τση ψυχής σου την καλοσύνη; Ξεφανέρωσέ τη, δεν είναι αδυναμία, η πιο μεγάλη σου δύναμη είναι. Γιάντα λυπάσαι να χαρίσεις ένα αληθινό δάκρυ; Μαλαματένιο γίνεται το δάκρυ που τρέχει για ξένο πόνο.

Ήλιος είναι μωρέ η αγάπη. Ίντα χρώμα θα ‘χε ο ουρανός δίχως τον ήλιο; Ίντα χρώμα θα ‘χανε οι βιόλες δίχως τον ήλιο; Ίντα χρώμα θα ‘χε η ζωή σου δίχως την αγάπη;



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΣΙΟΡ ΤΖΑΝΑΚΗ

ΤΣΗ ΚΟΝΤΟΛΕΝΙΑΣ

Ο ΚΑΤΗΣ ΤΗΣ ΑΘΟΥΣΑΣ

Ο ΞΕΣΗΚΩΜΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΤΟ 1821 ΣΤΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ

ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΞΟΜΠΛΙΑ ΣΤΟ ΦΑΝΤΟ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Η ΠΕΡΑΣΑ ΤΟΥ ΦΑΡΑΓΓΑ